bodied

US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbɑdid/ ,USA pronunciation: respelling(bodēd)

From the verb body: (⇒ conjugate)
bodied is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
Σε αυτή τη σελίδα: bodied, body

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bodied,
-bodied
adj
(having body of a given kind) (άτομο)-σωμος επίθημα
  (αντικείμενο)με ... σώμα περίφρ
Σχόλιο: Used in combination
 Graham plays a small-bodied acoustic guitar.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
body n (anatomy, physique)σώμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κορμί ουσ ουδ
  (για νεκρό άνθρωπο)σορός ουσ θηλ πλ
 Jody takes care of her body by doing exercise.
 Η Τζόντι φροντίζει το σώμα της κάνοντας γυμναστική.
 Η Τζόντι φροντίζει το κορμί της κάνοντας γυμναστική.
body n (organisation, organization)σώμα, όργανο ουσ ουδ
  φορέας ουσ αρσ
 The World Court is the only global judicial body.
 Το Διεθνές Δικαστήριο είναι ένα παγκόσμιο δικαστικό σώμα (or: όργανο).
 Το Διεθνές Δικαστήριο είναι ένας παγκόσμιος δικαστικός φορέας.
body n (body of a car) (αυτοκίνητο)αμάξωμα ουσ ουδ
  (ξενικό άκλιτο)σασί ουσ ουδ
 The car's body was the only thing that was damaged.
 Το αμάξωμα του αυτοκινήτου ήταν το μόνο που υπέστη ζημιές.
 Το σασί του αυτοκινήτου ήταν το μόνο που υπέστη ζημιές.
body n (mass of matter)σώμα ουσ ουδ
 The Earth is a planetary body.
 Η Γη είναι ένα ουράνιο σώμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
body n figurative (main part) (μεταφορικά)σώμα ουσ ουδ
  (μεταφορικά)κορμός ουσ αρσ
 The body of this essay is well written.
body n figurative (collection) (μεταφορικά)σώμα ουσ ουδ
  συλλογή ουσ θηλ
 Picasso's body of work is very impressive.
body n figurative (person)άνθρωπος ουσ αρσ
 Leslie felt happier than a body has the right to be.
body n (wine: full flavor) (μεταφορικά)σώμα ουσ ουδ
 This wine has a very full body.
 Αυτό το κρασί έχει πλούσιο σώμα.
body n (clothing: bodysuit)κορμάκι ουσ ουδ
 This body is made of lycra and has snap fasteners at the crotch.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
bodied | body
ΑγγλικάΕλληνικά
able-bodied adj (not physically disabled)αρτιμελής επίθ
Σχόλιο: A hyphen is used when the adjective precedes the noun
 We need all able-bodied men in the village to help fill sand bags before the river crests.
the able-bodied npl (not physically disabled)οι αρτιμελείς φρ ως ουσ αρσ πλ
 People with disabilities enjoy sports as much as the able-bodied do.
full-bodied adj (of full strength, flavour) (γεύση)δυνατός επίθ
  με δυνατή γεύση περίφρ
 This is a full-bodied wine with hints of blackcurrant and raspberry.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'bodied' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bodied στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bodied».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!