• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: billed, bill

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
billed adj (work: invoiced) (επιχείρηση)τιμολογημένος μτχ πρκ
 All billed work will be paid at the end of the month.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bill n US (paper money, banknote)χαρτονόμισμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)χάρτινο επίθ ως ουσ
 I have three twenty-dollar bills.
 Έχω τρία χαρτονομίσματα των είκοσι δολαρίων.
bill n (invoice)λογαριασμός ουσ αρσ
 I received the electricity bill in the mail yesterday.
 Χθες, έλαβα, ταχυδρομικώς, τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος.
bill n UK (restaurant, hotel: amount owed)λογαριασμός ουσ αρσ
 Waiter, could you please bring me the bill?
 Σερβιτόρε, θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου φέρεις τον λογαριασμό;
bill [sb] vtr (charge)χρεώνω ρ μ
 They will bill you later.
bill [sb] [sth] vtr (charge)χρεώνω ρ μ
 I can't believe the hospital billed me ten thousand dollars.
 Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το νοσοκομείο με χρέωσε δέκα χιλιάδες δολάρια.
bill [sb] [sth] for [sth] vtr + prep (charge) (κάποιον για κάτι)χρεώνω ρ μ
 The lawyer billed him three hundred dollars for the service.
 Ο δικηγόρος τον χρέωσε τριακόσια δολάρια για την υπηρεσία που του παρείχε.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bill n (list)λίστα, καταγραφή ουσ θηλ
  κατάλογος ουσ αρσ
 The bill of charges and expenses itemized all project spending.
bill n (poster)πόστερ ουσ ουδ άκλ
  αφίσα ουσ θηλ
 The circus posted bills announcing its arrival in the town.
bill n (proposed legislation)νομοσχέδιο ουσ ουδ
 The Bill was approved by Congress and is going before the President.
 Το νομοσχέδιο εγκρίθηκε από τη Γερουσία και θα παρουσιαστεί στον Πρόεδρο.
bill n (entertainment program)πρόγραμμα ουσ ουδ
 The bill states that there are two showings of the film today.
bill n (beak of a waterbird)ράμφος ουσ ουδ
 The duck caught a fish in its bill.
bill n (medieval weapon)δόρυ με καμπυλωτή λεπίδα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 Two angry-looking guards holding bills stood next to the gate.
bill n US (visor of a cap) (καπέλου)γείσο ουσ ουδ
 Bob wore a baseball cap with a frayed bill.
bill [sth] as vtr (advertise) (ως κάτι)διαφημίζω ρ μ
 The band was billed as the next Beatles.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
billed | bill
ΑγγλικάΕλληνικά
broad-billed hummingbird n (bird)μη διαθέσιμη μετάφραση
chough,
red-billed chough
n
(zoology: bird)κιτρινοκαλιακούδα ουσ θηλ
  κοκκινοκαλιακούδα ουσ θηλ
Σχόλιο: Ο αγγλικός όρος είναι πιο γενικός και αναφέρεται και στα δύο είδη.
duck-billed adj (animal: with a bill like a duck's)με ράμφος πάπιας περίφρ
 Paleontologists have found the skeleton of a duck-billed dinosaur.
duck-billed platypus n (Australian aquatic mammal) (ημιυδρόβιο θηλαστικό)ορνιθόρυγχος πλατύπους ουσ αρσ
 When the duck-billed platypus was first described in Europe, everyone thought it was a hoax.
 Όταν ο ορνιθόρυγχος πλατύπους περιγράφηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη, όλοι νόμιζαν ότι επρόκειτο για φάρσα.
gull-billed tern n (sea bird) (πτηνό)γελογλάρονο ουσ ουδ
platypus n (Australian aquatic mammal)πλατύπους ουσ αρσ
 The platypus is an endangered animal.
thick-billed adj (having a thick beak)που έχει χοντρό ράμφος περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'billed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση billed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «billed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!