• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
announce that vtr (with clause: proclaim) (ότι/πως)ανακοινώνω ρ μ
  αναγγέλλω ρ μ
 Naomi unexpectedly announced that she did not want to attend her friend's wedding.
 Η Ναόμι ξαφνικά ανακοίνωσε πως δεν ήθελε να παραβρεθεί στον γάμο της φίλη της.
announce [sth] vtr (tell, make public)ανακοινώνω ρ μ
  αναγγέλλω ρ μ
 Rebecca couldn't wait to announce her engagement to James.
 Η Ρεμπέκα ανυπομονούσε να ανακοινώσει τον αρραβώνα της με τον Τζέιμς.
announce [sth] vtr (declare winners, names)ανακοινώνω ρ μ
 The MC will announce the winners of the raffle at 11:00.
 Ο παρουσιαστής θα ανακοινώσει τους νικητές της λαχειοφόρου στις 11:00.
announce [sth] vtr figurative (herald, indicate [sth])προαναγγέλω ρ μ
  προϊονίζομαι ρ μ
 Crocuses announce the arrival of spring.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'announced' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση announced στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «announced».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!