beef

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbiːf/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/bif/ ,USA pronunciation: respelling(bēf )

Inflections of 'beef' (n):
beef
n (Uncountable sense(s): no inflections)
beeves
npl (For the adult cow)
beefs
npl (For the complaint)
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
beef n uncountable (meat: cow, steer)μοσχαρίσιο κρέας επίθ + ουσ ουδ
  βοδινό κρέας, βόειο κρέας επίθ + ουσ ουδ
  (κρέας)μοσχάρι ουσ ουδ
 Would you like beef or pork?
 Θα προτιμούσατε μοσχαρίσιο ή χοιρινό κρέας;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
beef n dated (adult cow, steer, bull) (το θηλυκό του είδους)αγελάδα ουσ θηλ
  (το αρσενικό του είδους)βόδι ουσ αρσ
  (το αρσενικό του είδους)ταύρος ουσ αρσ
 The farmer slaughtered the beeves for their meat.
 Ο αγρότης έσφαζε τα βόδια για το κρέας τους.
beef n uncountable, figurative, informal (flesh, brawn) (μεταφορικά)κρέας ουσ ουδ
  (αργκό)μούσκουλο ουσ ουδ
  μύες ουσ αρσ πλ
 He's a strong man; he has more beef than Superman.
beef n slang (complaint)παράπονο ουσ ουδ
 The customer has a beef with management.
beef n uncountable, figurative, informal (strength, force)δύναμη ουσ θηλ
 You're not swimming fast enough to break the record; put some beef into it!
beef vi mainly US, slang (complain)παραπονιέμαι, γκρινιάζω ρ αμ
  διαμαρτύρομαι ρ αμ
  (αργκό)είμαι μες τη μίρλα έκφρ
 I'm sick of listening to Joe beefing all the time.
beef about [sth] vi + prep mainly US, slang (complain) (για κάτι)παραπονιέμαι, γκρινιάζω ρ αμ
 He's always beefing about work.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
beef [sth] up,
beef up [sth]
vtr phrasal sep
figurative (make stronger, augment)ενισχύω ρ μ
  (σε γεύση)δίνω ένταση περίφρ
 The Indian spices beef up this vegetarian dish.
 Τα ινδικά μπαχαρικά ενισχύουν αυτό το πιάτο για χορτοφάγους.
beef up vi phrasal informal, figurative (build muscle) (μεταφορικά)φουσκώνω ρ αμ
  κάνω μπράτσα έκφρ
  αποκτώ όγκο περίφρ
 The coach told the young football player to beef up in the gym.
 Ο προπονητής είπε στον νεαρό ποδοσφαιριστή να κάνει μπράτσα στο γυμναστήριο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
beef bouillon,
also UK: beef tea
n
(thin soup made by boiling beef)ζωμός από μοσχαράκι περίφρ
 Beef bouillon is the base for lots of soup recipes.
Beef Braciole n (Italian dish of stuffed meat) (ιταλικό φαγητό)μοσχάρι μπρατσιόλε φρ ως ουσ ουδ
beef broth n (bouillon: thin beef-flavored soup)ζωμός βοδινού φρ ως ουσ αρσ
  βοδινός ζωμός επίθ + ουσ αρσ
beef cattle npl (cows kept for meat)κρεατοπαραγωγικά βοοειδή επίθ + ουσ ουδ πλ
beef cow n (bovine farmed for meat)αγελάδα κρεατοπαραγωγής περίφρ
 Beef cows, unlike dairy animals, are not milked daily.
beef dish n (cookery: recipe containing meat) (μαγειρική)πιάτο με βοδινό ουσ ουδ
  (συνηθέστερο)πιάτο με μοσχάρι ουσ ουδ
 Beef Stroganoff is my favorite beef dish.
 Το στρογκανόφ είναι το αγαπημένο μου πιάτο με βοδινό.
beef farmer n ([sb] who raises cattle for meat) (λόγιο)εκτροφέας βοοειδών φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  αγελαδοτρόφος ουσ αρσ/θηλ
  (παλαιό)βοοτρόφος ουσ αρσ/θηλ
 Beef farmers have suffered from the fall in meat prices.
beef jerky n (dried seasoned beef)καπνιστό βοδινό ουσ ουδ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Beef jerky is a good source of protein and convenient when you go hiking in the woods.
beef marrow n (substance in cow bones)βοδινό μεδούλι επίθ + ουσ ουδ
beef stew n (dish: beef and vegetables)σούπα με μοσχαράκι ουσ θηλ
 After a hard day's work, Tom was overjoyed to have a beef stew waiting for him at home.
beef Stroganoff n (meat dish with sautéed vegetables)μοσχαράκι στρογκανόφ ουσ ουδ
Σχόλιο: στρογκανόφ: ξενικό, άκλιτο
 You need sour cream to make beef Stroganoff.
beef suet n (cookery: fat of cow's kidney) (μαγειρική)βοδινό λίπος επίθ + ουσ ουδ
Beefeater,
beefeater,
beef-eater,
Beef-eater
n
UK (Yeoman of the Guard)φρουρός του Πύργου του Λονδίνου φρ ως ουσ αρσ
 Beefeaters wear a scarlet uniform and Tudor hat.
chuck beef n US (beef: shoulder meat)μη διαθέσιμη μετάφραση
corned beef,
corn beef
n
US, Can (preserved salt beef)παστό μοσχαρίσιο κρέας φρ ως ουσ ουδ
  κορν μπιφ ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: Although "corn beef" is used sometimes, "corned beef" is much more common.
 On St. Patrick's Day, Irish Americans enjoy a dish of corned beef and cabbage for supper.
 Την ημέρα της γιορτής του Αγίου Πατρικίου, οι Αμερικανοί που έχουν καταγωγή από την Ιρλανδία τρώνε παστό μοσχαρίσιο κρέας με λάχανο για βραδινό.
corned beef n UK (tinned, jellied beef)κορν μπιφ ουσ ουδ άκλ
corned beef hash n US (breakfast food)μη διαθέσιμη μετάφραση
ground beef (US),
minced beef,
beef mince (UK)
n
(minced cattle meat)μοσχαρίσιος κιμάς επίθ + ουσ αρσ
  (αν εννοείται)κιμάς ουσ αρσ
Σχόλιο: Ο όρος «κιμάς» συνήθως αναφέρεται στον μοσχαρίσιο κιμά, οπότε δεν απαιτείται διευκρίνιση.
 The meat for ground beef usually comes from several different cows.
 Το κρέας για τον μοσχαρίσιο κιμά συνήθως προέρχεται από πολλές και διαφορετικές αγελάδες.
hamburger n US (meat: ground beef)κιμάς ουσ αρσ
 Mom needs a pound of hamburger to make meatballs.
 Η μαμά χρειάζεται μισό κιλό κιμά για να φτιάξει κεφτεδάκια.
meathead,
also US: beef-head
n
informal (male: idiot)βλάκας, ηλίθιος ουσ αρσ
  ανόητος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη)μπουμπούνας ουσ αρσ
  (μειωτικό)ζωντόβολο ουσ ουδ
roast beef n (cow's meat cooked in oven)ροσμπίφ ουσ ουδ άκλ
 I used to love the way our house smelled when my mom cooked roast beef.
 Μου άρεσε πολύ το πώς μύριζε το σπίτι μας, όταν η μαμά μου μαγείρευε ροσμπίφ.
tri-tip beef (US),
rump-tail beef (UK)
n
(cut of meat)ουρά κιλότου φρ ως ουσ θηλ
 The butcher trimmed the tri-tip beef for his customer.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'beef' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: he (has) really beefed up, [ground, hamburger, sliced] beef, beef [cows, farm, country], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση beef στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «beef».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!