bankrupt

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbæŋkrəpt/, /ˈbæŋkrʌpt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˈbæŋkrʌpt, -rəpt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(bangkrupt, -rəpt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bankrupt adj (person: insolvent)που έχει χρεοκοπήσει, που έχει πτωχεύσει περίφρ
  χρεοκοπημένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη: φτωχός)αδέκαρος, απένταρος επίθ
  που δεν έχει μία έκφρ
 Emily wants to buy a house, but she is bankrupt.
 Η Έμιλι θέλει να αγοράσει ένα σπίτι, αλλά είναι αδέκαρη.
bankrupt adj (company: failed)που έχει χρεοκοπήσει, που έχει πτωχεύσει περίφρ
  χρεοκοπημένος μτχ πρκ
  (επίσημη αναγνώριση)που έχει κηρύξει πτώχευση, που έχει πτωχεύσει περίφρ
 That company is bankrupt; they closed all of their stores last year.
 Εκείνη η εταιρεία έχει χρεοκοπήσει. Έκλεισαν όλα τα καταστήματά τους τον περασμένο χρόνο.
bankrupt adj (company: continuing)χρεοκοπημένος μτχ ως επίθ
  (καθομιλουμένη)φαλιρισμένος μτχ ως επίθ
 The bankrupt department store downsized as part of a merger deal with another company.
 Το χρεοκοπημένο πολυκατάστημα συρρικνώθηκε ως τμήμα μιας συγχώνευσης με άλλη εταιρεία.
bankrupt of [sth] adj + prep figurative (lacking good qualities) (από κάτι)που δεν έχει ίχνος έκφρ
 Those who criticize her lifestyle are bankrupt of any sort of empathy.
 Εκείνοι που κριτικάρουν το λάιφ στάιλ της δεν έχουν κανένα ίχνος συμπόνοιας.
bankrupt of [sth] adj + prep UK (lacking in)που δεν έχει, που του λείπει, που υστερεί σε περίφρ
 Based on his poor life choices, Shane must be bankrupt of intelligence.
 Από τις κακές επιλογές στη ζωή του, ο Σέιν φαίνεται να υστερεί πραγματικά σε νοημοσύνη.
bankrupt adj figurative (idea: empty) (μεταφορικά)στείρος επίθ
 As a writer, his ideas are bankrupt and his style unoriginal.
 Ως συγγραφέας, οι ιδέες του είναι στείρες και το στυλ καθόλου πρωτότυπο.
bankrupt [sb/sth] vtr (ruin financially)χρεοκοπώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)φαλιρίζω ρ μ
 This mistake will bankrupt the company.
 Αυτό το σφάλμα θα χρεοκοπήσει την εταιρεία.
bankrupt n (person who is insolvent)χρεοκοπημένος μτχ πρκ
  αυτός που έχει χρεοκοπήσει περίφρ
  (με επίσημη αναγνώριση)πτωχεύσας μτχ αορ
 A bankrupt who is facing $100,000 in toll payments has taken the matter to court.
 Ένας χρεοκοπημένος που πρέπει να πληρώσει $100.000 για διόδια πήγε το θέμα στο δικαστήριο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
bankrupt adj (spiritually or emotionally lacking)μη διαθέσιμη μετάφραση
 Holly is worried that her friend is spiritually bankrupt, so she often tries to convince her to go to church.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bankrupt of ideas adj figurative (lacking ideas)που έχει ξεμείνει από ιδέες περίφρ
go bankrupt vi + adj (be insolvent)χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω ρ μ
 The company is deep in debt and is likely to go bankrupt soon.
morally bankrupt adj (lacking morals)χωρίς ηθική, χωρίς ηθικές αξίες περίφρ
  που δεν έχει ηθική, που δεν έχει ηθικές αξίες περίφρ
  ηθικά κενός περίφρ
  (καθομιλουμένη)ηθικά ξοφλημένος περίφρ
 That politician accepted bribes because he was morally bankrupt.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'bankrupt' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: was declared a bankrupt, was declared a bankrupt by the [courts, judge], [restraints, laws, foreclosures] concerning bankrupts, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση bankrupt στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «bankrupt».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!