Κύριες μεταφράσεις |
bankrupt adj | (person: insolvent) | που έχει χρεοκοπήσει, που έχει πτωχεύσει περίφρ |
| | χρεοκοπημένος μτχ πρκ |
| (καθομιλουμένη: φτωχός) | αδέκαρος, απένταρος επίθ |
| | που δεν έχει μία έκφρ |
| Emily wants to buy a house, but she is bankrupt. |
| Η Έμιλι θέλει να αγοράσει ένα σπίτι, αλλά είναι αδέκαρη. |
bankrupt adj | (company: failed) | που έχει χρεοκοπήσει, που έχει πτωχεύσει περίφρ |
| | χρεοκοπημένος μτχ πρκ |
| (επίσημη αναγνώριση) | που έχει κηρύξει πτώχευση, που έχει πτωχεύσει περίφρ |
| That company is bankrupt; they closed all of their stores last year. |
| Εκείνη η εταιρεία έχει χρεοκοπήσει. Έκλεισαν όλα τα καταστήματά τους τον περασμένο χρόνο. |
bankrupt adj | (company: continuing) | χρεοκοπημένος μτχ ως επίθ |
| (καθομιλουμένη) | φαλιρισμένος μτχ ως επίθ |
| The bankrupt department store downsized as part of a merger deal with another company. |
| Το χρεοκοπημένο πολυκατάστημα συρρικνώθηκε ως τμήμα μιας συγχώνευσης με άλλη εταιρεία. |
bankrupt of [sth] adj + prep | figurative (lacking good qualities) (από κάτι) | που δεν έχει ίχνος έκφρ |
| Those who criticize her lifestyle are bankrupt of any sort of empathy. |
| Εκείνοι που κριτικάρουν το λάιφ στάιλ της δεν έχουν κανένα ίχνος συμπόνοιας. |
bankrupt of [sth] adj + prep | UK (lacking in) | που δεν έχει, που του λείπει, που υστερεί σε περίφρ |
| Based on his poor life choices, Shane must be bankrupt of intelligence. |
| Από τις κακές επιλογές στη ζωή του, ο Σέιν φαίνεται να υστερεί πραγματικά σε νοημοσύνη. |
bankrupt adj | figurative (idea: empty) (μεταφορικά) | στείρος επίθ |
| As a writer, his ideas are bankrupt and his style unoriginal. |
| Ως συγγραφέας, οι ιδέες του είναι στείρες και το στυλ καθόλου πρωτότυπο. |
bankrupt [sb/sth]⇒ vtr | (ruin financially) | χρεοκοπώ ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | φαλιρίζω ρ μ |
| This mistake will bankrupt the company. |
| Αυτό το σφάλμα θα χρεοκοπήσει την εταιρεία. |
bankrupt n | (person who is insolvent) | χρεοκοπημένος μτχ πρκ |
| | αυτός που έχει χρεοκοπήσει περίφρ |
| (με επίσημη αναγνώριση) | πτωχεύσας μτχ αορ |
| A bankrupt who is facing $100,000 in toll payments has taken the matter to court. |
| Ένας χρεοκοπημένος που πρέπει να πληρώσει $100.000 για διόδια πήγε το θέμα στο δικαστήριο. |