awakening

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈweɪkənɪŋ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əˈweɪkənɪŋ/ ,USA pronunciation: respelling(ə wākə ning)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: awakening, awaken

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
awakening n (waking from sleep)ξύπνημα ουσ ουδ
  (επίσημο)έγερση ουσ θηλ
 Frequent awakenings in the night may be a sign of stress.
 Τα συχνά ξυπνήματα κατά τη διάρκεια του βραδινού ύπνου μπορεί να είναι σημάδι στρες.
awakening n figurative (realisation, new awareness) (μεταφορικά)συνειδητοποίηση, αφύπνιση ουσ θηλ
  ξύπνημα ουσ ουδ
 His sexual awakening came at an early age.
 Η σεξουαλική του αφύπνιση ήρθε σε αρκετά νεαρή ηλικία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
awaken vi (wake up, become awake)ξυπνάω, ξυπνώ ρ αμ
  (ανεπίσημο)σηκώνομαι ρ αμ
 When you awaken, reflect on what you want to accomplish today.
 Όταν ξυπνήσεις συλλογίσου τι θέλεις να πετύχεις σήμερα.
awaken [sb] vtr (wake: [sb])ξυπνάω, ξυπνώ ρ μ
 The sound of cats outside awakened me.
 Ο θόρυβος από τις γάτες έξω με ξύπνησε.
awaken [sth] vtr figurative (arouse: emotion) (μεταφορικά: επαναφέρω)ξυπνώ, ζωντανεύω ρ μ
 Her stories awakened memories of my childhood.
 Οι ιστορίες της ξύπνησαν (or: ζωντάνεψαν) αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
awaken | awakening
ΑγγλικάΕλληνικά
awaken to [sth] vtr phrasal insep (experience on waking) (με κάτι, από κάτι)ξυπνώ, ξυπνάω ρ αμ
 I was awakened to the rude sounds of someone pounding on my door.
 Ξύπνησα από τους ήχους που έκανε κάποιος βαρώντας αγενώς την πόρτα μου.
awaken to [sth] vtr phrasal insep figurative (become enlightened about) (μεταφορικά)αφυπνίζω ρ μ
  ξυπνώ ρ μ
  (εγώ ο ίδιος)αφυπνίζομαι ρ αμ
  ξυπνώ ρ αμ
 The young maiden was slowly awakened to feelings of her sexuality.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι πνευματικοί άνθρωποι μπορούν να αφυπνίσουν τον λαό και να τον εμπνεύσουν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
awakening | awaken
ΑγγλικάΕλληνικά
rude awakening,
rude shock
n
([sth] unexpected, unpleasant) (μεταφορικά)απότομη προσγείωση επίθ + ουσ θηλ
 Many young people are in for a rude awakening when they leave home and have to start paying their own bills.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'awakening' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση awakening στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «awakening».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!