await

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈweɪt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əˈweɪt/ ,USA pronunciation: respelling(ə wāt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
await [sth] vtr (wait with anticipation)περιμένω, αναμένω ρ μ
  (για κτ)ανυπομονώ ρ αμ
 Brad anxiously awaited her reply.
 Ο Μπραντ με ανυπομονησία περίμενε την απάντησή της.
await [sb] vtr (person: be waiting for)περιμένω ρ μ
  (λόγιος)αναμένω ρ μ
 Thea was awaiting her cousin.
 Η Τέα περίμενε την ξαδελφή της.
await [sb] vtr figurative (be going to happen) (μεταφορικά)περιμένω ρ μ
 Nothing but terror awaited them on the ship.
 Στο πλοίο δεν τους περίμενε παρά μόνο τρόμος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'await' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση await στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «await».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!