WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| asset n | (possession) | περιουσιακό στοιχείο φρ ως ουσ ουδ |
| | | περιουσία ουσ θηλ |
| | He has over a million dollars in assets. |
| | Η αξία των περιουσιακών του στοιχείων ανέρχεται σε περισσότερα από ένα εκατομμύριο δολάρια. |
| asset n | (finance: stock) (οικονομικά: επενδύσεις) | επενδυτικά αγαθά επίθ + ουσ ουδ πλ |
| | He has invested his money in a variety of assets. |
| | Έχει τοποθετήσει τα χρήματά του σε διάφορα επενδυτικά αγαθά. |
| asset n | figurative (advantage) | προσόν ουσ ουδ |
| | | πλεονέκτημα ουσ ουδ άκλ |
| | | καλό επίθ ως ουσ |
| | (ανεπίσημο) | ατού ουσ ουδ άκλ |
| | It is always an asset to have a flexible approach. |
| | Είναι πάντοτε προσόν να είναι κανείς εύελικτος. |
| asset n | (employee) (μεταφορικά) | απόκτημα ουσ ουδ |
| | She is a great asset to the company. |
| | Αποτελεί σπουδαίο απόκτημα της εταιρείας. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| asset n | (useful item) | χρήσιμος επίθ |
| | (μεταφορικά) | εργαλείο ουσ ουδ |
| | This software is an asset for the diagnosis of technical problems. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: