asset

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈæsɛt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈæsɛt/ ,USA pronunciation: respelling(aset)

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
asset n (possession)περιουσιακό στοιχείο φρ ως ουσ ουδ
  περιουσία ουσ θηλ
 He has over a million dollars in assets.
 Η αξία των περιουσιακών του στοιχείων ανέρχεται σε περισσότερα από ένα εκατομμύριο δολάρια.
asset n (finance: stock) (οικονομικά: επενδύσεις)επενδυτικά αγαθά επίθ + ουσ ουδ πλ
 He has invested his money in a variety of assets.
 Έχει τοποθετήσει τα χρήματά του σε διάφορα επενδυτικά αγαθά.
asset n figurative (advantage)προσόν ουσ ουδ
  πλεονέκτημα ουσ ουδ άκλ
  καλό επίθ ως ουσ
  (ανεπίσημο)ατού ουσ ουδ άκλ
 It is always an asset to have a flexible approach.
 Είναι πάντοτε προσόν να είναι κανείς εύελικτος.
asset n (employee) (μεταφορικά)απόκτημα ουσ ουδ
 She is a great asset to the company.
 Αποτελεί σπουδαίο απόκτημα της εταιρείας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
asset n (useful item)χρήσιμος επίθ
  (μεταφορικά)εργαλείο ουσ ουδ
 This software is an asset for the diagnosis of technical problems.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
asset management n (auditing of business assets)διαχείριση περιουσιακών στοιχείων ουσ θηλ
 We put together a simple spreadsheet in order to make asset management easier.
asset seizure n (confiscation of property)κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων φρ ως ουσ θηλ
fixed asset n (finance)πάγιο περιουσιακό στοιχείο, πάγιο ενεργητικό φρ ως ουσ ουδ
real asset n (business: [sth] tangible)πραγματικά περιουσιακά στοιχεία, πραγματικά στοιχεία ενεργητικού φρ ως ουσ ουδ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'asset' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [public, private] assets, asset [management, assessment], [digital, capital, real, total, net] assets, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση asset στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «asset».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!