ashore

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈʃɔːr/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əˈʃɔr/ ,USA pronunciation: respelling(ə shôr, ə shōr)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
ashore adv (to or onto shore)στην ξηρά, στη στεριά, στην ακτή περίφρ
  (κατεύθυνση)προς την ξηρά, προς τη στεριά, προς την ακτή φρ ως επίρ
 We decided to put ashore when we saw the storm coming.
 Αποφασίσαμε να βγούμε στη στεριά (or: στην ακτή) όταν είδαμε ότι πλησίαζε η καταιγίδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
wash ashore vi + adv (be brought to shore by tide)ξεβράζομαι ρ αμ
wash [sth] ashore vtr + adv (bring to shore)ξεβράζω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'ashore' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση ashore στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «ashore».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!