|
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
ash n | uncountable (cinders from fire) | στάχτη ουσ θηλ |
| (επίσημο) | τέφρα ουσ θηλ |
| As we sat around the campfire, the wind picked up and blew ash into our eyes. |
| Καθώς καθόμασταν γύρω από τη φωτιά, ο άνεμος πήρε και έριξε τη στάχτη στα μάτια μας. |
ash n | uncountable (tree) (δέντρο) | φράξος, φράξινος ουσ αρσ |
| | μελιά ουσ θηλ |
| The types of tree in this forest include oak, ash, and maple. |
| Τα είδη των δέντρων σε αυτό το δάσος συμπεριλαμβάνουν βελανιδιές, μελιές και σφένδαμους. |
ash n | uncountable (wood) (ξύλο) | φράξος, φράξινος ουσ αρσ |
| | μελιά ουσ θηλ |
| The body of the guitar is made of ash. |
| Το σώμα της κιθάρας είναι φτιαγμένο από μελιά. |
ash n | uncountable (volcanic dust) | τέφρα ουσ θηλ |
| | στάχτη ουσ θηλ |
| The active volcano across the bay occasionally spews ash into the air. |
| Το ενεργό ηφαίστειο απέναντι από τον κόλπο συχνά ξερνά τέφρα στον αέρα. |
ash n as adj | (silver gray) | σταχτί επίθ άκλ |
| | σταχτής επίθ |
| Mark painted the walls cream with ash trim. |
| Ο Μαρκ έβαψε τους τοίχους μπεζ με σταχτί τελείωμα. |
ashes npl | (remains of cremated body) | τέφρα ουσ θηλ |
| (επίσημο, παλαιό) | σποδός ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | στάχτες ουσ θηλ πλ |
| Grandpa had requested that his ashes be scattered in his back garden. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
ashes npl | (ruins) | ερείπια ουσ ουδ πλ |
| The ashes of the ancient city are the only evidence of its existence. |
the Ashes npl | (England-Australia cricket series) | αγώνες κρίκετ μεταξύ Αγγλίας και Αυστραλίας |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. | | The Ashes is a biennial series of cricket matches between England and Australia that dates back to 1882. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'ash' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|