asexual

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/eɪˈsɛkʃəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/eɪˈsɛkʃuəl/ ,USA pronunciation: respelling(ā seksho̅o̅ əl)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
asexual adj (life form: without sexual organs)άφυλος επίθ
asexual adj (life form: without sex)ερμαφρόδιτος επίθ
asexual adj (without sexual attraction)ανερωτικός, ασεξουαλικός επίθ
  (καθομιλουμένη)ασέξουαλ επίθ άκλ
asexual n (person without sexual attraction)ανερωτικός, ασεξουαλικός επίθ ως ουσ
  (καθομιλουμένη)ασέξουαλ ουσ αρσ/θηλ άκλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
asexual reproduction n (offspring from single organism)αφυλετική αναπαραγωγή, μονογονική αναπαραγωγή, αναπαραγωγή χωρίς σεξουαλική επαφή έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'asexual' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση asexual στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «asexual».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!