WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| be arsed vi + adj | vulgar, informal, UK (willing to make effort) | πείθομαι έκφρ |
| | (καθομιλουμένη, αργκό, μεταφορικά) | ψήνομαι ρ αμ |
| Σχόλιο: Used in the negative, in questions, or when there is doubt. |
| | I asked him to check it for me but he said he couldn't be arsed. |
| | Του ζήτησα να το τσεκάρει εκ μέρους μου αλλά είπε ότι δεν ψήνεται. |
| be arsed to do [sth] v expr | vulgar, informal, UK (willing to make effort) | πείθομαι να κάνω κτ περίφρ |
| | (καθομιλουμένη, αργκό, μεταφορικά) | ψήνομαι να κάνω κτ περίφρ |
| Σχόλιο: Used in the negative, in questions, or when there is doubt. |
| | The story's quite good so far, but I don't think I can be arsed to read the whole thing. |
| | Μέχρι στιγμής η ιστορία είναι αρκετά καλή, αλλά δεν νομίζω ότι θα πειστώ να τη διαβάσω ολόκληρη. |
| | Μέχρι στιγμής η ιστορία είναι αρκετά καλή, αλλά δεν ψήνομαι να τη διαβάσω ολόκληρη. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: