• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sex [sth] up,
sex up [sth]
vtr phrasal sep
figurative (make more exciting) (μεταφορικά: διανθίζω)αλατίζω, καρυκεύω, στολίζω ρ μ
  (μεταφορικά)βάζω αλατοπίπερο σε κτ περίφρ
 The newspaper sexed up the story in order to make it more interesting for their readers.
 Η εφημερίδα έβαλε αλατοπίπερο στην ιστορία, για να προσελκύσει περισσότερο το ενδιαφέρον των αναγνωστών της.
sex [sb] up,
sex up [sb]
vtr phrasal sep
(arouse sexually)ερεθίζω ρ μ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)φτιάχνω ρ μ
 Here are some tips on how to sex a woman up.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
make-up sex n (sex after argument)το σεξ που κάνω όταν τα ξαναβρίσκω με κπ περίφρ
  το σεξ μετά από καυγά περίφρ
 My husband and I argue quite a lot, but the make-up sex is so great it makes it worthwhile!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sex up στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sex up».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!