• WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
annoy [sb] vtr (irritate, anger)ενοχλώ ρ μ
  (πιο έντονο)εκνευρίζω ρ μ
  νευριάζω ρ μ
 People who jump the queue annoy me.
 Οι άνθρωποι που προσπερνάνε την ουρά με εκνευρίζουν.
annoy [sb] vtr (pester, harass)ενοχλώ ρ μ
 I'll never finish this report on time if you keep coming to annoy me.
 Δεν πρόκειται να τελειώσω έγκαιρα αυτή την αναφορά εάν συνεχίζεις να έρχεσαι και να με ενοχλείς.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'annoy' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση annoy στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «annoy».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!