Κύριες μεταφράσεις |
agree⇒ vi | (individual: think same) | συμφωνώ ρ αμ |
| I think we should leave—do you agree? |
| Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε, συμφωνείς; |
agree with [sb] vi + prep | (have same opinion) | συμφωνώ με κπ ρ αμ + πρόθ |
| (αν ακολουθεί αντωνυμία) | συμφωνώ μαζί περίφρ |
| (επίσημο) | είμαι της ίδιας άποψης με κπ περίφρ |
| I asked Jane for her opinion, and she agreed with me. |
| Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη συμφώνησε μαζί μου. |
| Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη ήταν της ίδιας άποψης με εμένα. |
agree with [sb] about [sth], agree with [sb] on [sth] v expr | (have same opinion about) | συμφωνώ με κπ για κτ περίφρ |
| (αν ακολουθεί αντωνυμία) | συμφωνώ μαζί ... για κτ περίφρ |
| (επίσημο) | είμαι της ίδιας άποψης με κπ για κτ περίφρ |
| We all agreed with Jack about the colour of the new chairs. |
| Όλοι συμφωνήσαμε με τον Τζακ για το χρώμα που θα έχουν οι νέες καρέκλες. |
agree, agree that vtr | (with clause: share opinion) (ότι, πως) | συμφωνώ ρ μ |
| All the pupils agree that she is a good teacher. |
| Όλοι οι μαθητές συμφωνούν ότι είναι καλή δασκάλα. |
agree⇒ vi | (group: share opinion) | συμφωνώ ρ αμ |
| The councillor proposed an increase in funding for refuse collections and the entire committee agreed. |
| Ο γερουσιαστής πρότεινε αύξηση της χρηματοδότησης για τη συλλογή απορριμμάτων και σύσσωμη η επιτροπή συμφώνησε. |
agree vi | (say yes) (λέω ναι) | συμφωνώ, δέχομαι ρ αμ |
| I asked him to come to the party and he agreed. |
| Του ζήτησα να έρθει στο πάρτι και συμφώνησε (or: δέχτηκε). |
agree vi | (harmonize, tally) | συμφωνώ ρ αμ |
| We both counted the votes, but our results don't agree; I tallied 750 "yes" votes and you got only 748. |
| Και οι δύο μετρήσαμε τις ψήφους αλλά τα αποτελέσματά μας δεν συμφωνούν. Εγώ μέτρησα 750 θετικές ψήφους ενώ εσύ μόνο 748. |
agree with [sth] vi + prep | (grammar: have concordance) | συμφωνώ με ρ αμ + πρόθ |
| In French, the adjective must agree with the noun. |
| Στα Γαλλικά, το επίθετο πρέπει να συμφωνεί με το ουσιαστικό. |
agree on [sth] vi + prep | (decide mutually) | συμφωνώ σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | συμφωνώ να κάνω κτ περίφρ |
| | αποφασίζω κτ από κοινού περίφρ |
| Both sides agreed on a truce. |
agree upon [sth] vi + prep | slightly formal (decide mutually) | συμφωνώ σε κτ ρ μ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη) | τα βρίσκω σε κτ έκφρ |
| The two men agreed upon a price for the secondhand car. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
agree vi | figurative (match) (ταιριάζω) | συμφωνώ ρ αμ |
| If the numbers on two playing cards agree, then they are a pair. |
| Αν οι αριθμοί σε δύο από τα φύλλα συμφωνούν, τότε είναι ζευγάρι. |
agree vi | (come to terms) | συμφωνώ ρ αμ |
| (επίσημο) | καταλήγω σε συμφωνία περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | τα βρίσκω έκφρ |
| Regarding the terms of the divorce, we need to agree before the judge. |
agree with [sb] vtr phrasal insep | figurative, informal (be good for digestion) (καθομ, μεταφορικά: για φαγητό) | το σηκώνω έκφρ |
| | το στομάχι μου σηκώνει κτ έκφρ |
| (μεταφορικά) | κτ μου κάθεται βαρύ έκφρ |
Σχόλιο: Usually used in the negative |
| Spicy food does not agree with me. |
| Το πικάντικο φαγητό δεν το σηκώνω. |
| Το στομάχι μου δεν σηκώνει το πικάντικο φαγητό. |
| Το πικάντικο φαγητό μου κάθεται βαρύ στο στομάχι. |