adviser

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ədˈvaɪzər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ædˈvaɪzɚ/ ,USA pronunciation: respelling(ad vīzər)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: adviser, advisor
Ο όρος 'adviser' παραπέμπει στον όρο 'advisor'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'adviser' is cross-referenced with 'advisor'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
adviser n (person giving advice)σύμβουλος ουσ αρσ/θηλ
  (ελαφρώς αρνητική έννοια)συμβουλάτορας ουσ αρσ/θηλ
 My adviser helped me choose which colleges to apply to.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
advisor,
adviser
n
(government expert) (κυβερνητικός)σύμβουλος ουσ αρσ/θηλ
 Advisors to the president all told her to support the treaty.
 Οι σύμβουλοι του προέδρου τού είπαν όλοι να υποστηρίξει τη συνθήκη.
advisor,
adviser
n
([sb] who guides students)σύμβουλος ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 I have an appointment with my advisor about colleges.
 Έχω ραντεβού με τον σύμβουλό μου για να συζητήσουμε για κολέγια.
advisor,
adviser
n
(counselor)σύμβουλος ουσ αρσ/θηλ
 Martha spoke to an advisor about the harassment she had experienced at work.
advisor,
adviser
n
(coach, instructor)σύμβουλος ουσ αρσ/θηλ
 Every secondary-school student has a meeting with an advisor to discuss what university courses to apply for.
advisor,
adviser
n
([sb] who gives advice)σύμβουλος ουσ αρσ/θηλ
  (χωρίς επίσημη ιδιότητα)αυτός που συμβουλεύει, αυτός που δίνει συμβολές περίφρ
  (καθομιλουμένη)συμβουλάτορας ουσ αρσ/θηλ
 In Shakespeare's play, Iago is Othello's trusted advisor, but plots to destroy him.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
adviser | advisor
ΑγγλικάΕλληνικά
career adviser,
career advisor,
also US: career counselor
n
([sb] giving vocational advice in schools)υπεύθυνος επαγγελματικού προσανατολισμού, υπεύθυνη επαγγελματικού προσανατολισμού φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  υπεύθυνος σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού, υπεύθυνη σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
chief advisor,
chief adviser
n
(senior advice-giver)μη διαθέσιμη μετάφραση
Σχόλιο: Στο θηλυκό γένος οι αντίστοιχες φράσεις είναι: προϊσταμένη σύμβουλος, διευθύνουσα σύμβουλος.
customer advisor,
customer adviser
n
([sb] who gives financial guidance)σύμβουλος πελατών φρ ως ουσ αρσ/θηλ
financial advisor,
financial adviser
n
([sb] who sells investments)οικονομικός σύμβουλος, οικονομική σύμβουλος φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
technical advisor,
technical adviser
n
([sb] consulted on practical details)τεχνικός σύμβουλος, τεχνική σύμβουλος φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'adviser' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση adviser στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «adviser».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!