• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Ο όρος 'counsellor' παραπέμπει στον όρο 'counselor'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'counsellor' is cross-referenced with 'counselor'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
counselor (US),
advisor (UK)
n
(advisor)σύμβουλος ουσ αρσ/θηλ
 Your school's counselor can help with career advice.
 Ο σχολικός σας σύμβουλος μπορεί να βοηθήσει με συμβουλές επαγγελματικού προσανατολισμού.
counselor (US),
counsellor (UK)
n
(talk therapist) (π.χ. γάμου, γονέων)σύμβουλος ουσ αρσ/θηλ
  σύμβουλος ψυχικής υγείας φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 When we had problems in our marriage, we went to a counselor who helped us resolve them.
 Όταν είχαμε προβλήματα στον γάμο μας, πήγαμε σε σύμβουλο γάμου που μας βοήθησε να τα λύσουμε.
counselor n US, Ireland (lawyer)δικηγόρος ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: In the US and Ireland this term can refer to a legal adviser.
 He dismissed his counselor in the middle of the trial.
 Έδιωξε τον δικηγόρο του στη μέση της δίκης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
camp counselor n US (activities supervisor) (κατασκήνωση)ομαδάρχης, ομαδάρχισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 The camp counselors showed the campers how to paddle a canoe.
career adviser,
career advisor,
also US: career counselor
n
([sb] giving vocational advice in schools)υπεύθυνος επαγγελματικού προσανατολισμού, υπεύθυνη επαγγελματικού προσανατολισμού φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  υπεύθυνος σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού, υπεύθυνη σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
counselor-at-law,
plural: counselors-at-law
n
US (lawyer)δικηγόρος ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
grief counselor (US),
grief counsellor (UK)
n
(bereavement therapist)ειδικός συμβουλευτικής διαχείρισης πένθους περίφρ
  (σπάνιο)σύμβουλος πένθους φρ ως ουσ αρσ/θηλ
guidance counselor n US (advisor in schools)Σύμβουλος Σταδιοδρομίας, Σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού φρ ως ουσ αρσ/θηλ
marriage counselor (US),
marriage counsellor (UK)
n
([sb] who gives relationship advice)σύμβουλος γάμου φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 After his affair, the couple decided to see a marriage counsellor.
school counselor (US),
school counsellor (UK)
n
(person employed to advise students) (συμβουλές σε μαθητές)σχολικός σύμβουλος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'counsellor' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση counsellor στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «counsellor».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!