WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| accuse [sb]⇒ vtr | (blame) | κατηγορώ ρ μ |
| | (καθομιλουμένη) | ρίχνω ευθύνη σε κπ, ρίχνω το φταίξιμο σε κπ έκφρ |
| | (επίσημο) | επιρρίπτω ευθύνες σε κπ έκφρ |
| | Whether or not you think I committed the crime, you can't accuse me without proof. |
| | Είτε θεωρείς πως διέπραξα το έγκλημα είτε όχι, δεν μπορείς να με κατηγορείς χωρίς αποδείξεις. |
| accuse [sb] of [sth] vtr + prep | often passive (law: charge with a crime) | κατηγορώ κπ για κτ ρ μ + πρόθ |
| | Mr Robertson's former employer has accused him of fraud. |
| | Ο προηγούμενος εργοδότης του κυρίου Ρόμπερτσον τον κατηγόρησε για απάτη. |
| accuse [sb] of doing [sth] v expr | (blame for doing) (κπ ότι/πως κάνει κτ) | κατηγορώ ρ μ |
| | They accused me of not setting aside enough time. |
| | Με κατηγόρησαν ότι δεν προνόησα να έχω αρκετό χρόνο. |
| accuse [sb] of doing [sth] v expr | (law: charge with a crime) (κπ για κτ) | κατηγορώ ρ μ |
| | He's accused of embezzling thousands of pounds. |
| | Τον κατηγορούν για υπεξαίρεση χιλιάδων λιρών. |