accusative

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈkjuːzətɪv/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/əˈkjuzətɪv/ ,USA pronunciation: respelling(ə kyo̅o̅zə tiv)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
accusative,
accusatory
adj
(assigning blame or guilt)κατηγορητικός επίθ
accusative n (grammar: accusative case) (γραμματική: πτώση)αιτιατική ουσ θηλ
accusative adj (grammar: case) (γραμματική: πτώση)της αιτιατικής περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
accusative case n (grammar: object) (γραμματική)αιτιατική πτώση ουσ θηλ
 The accusative case of the Latin word "tu" is "te".
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'accusative' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση accusative στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «accusative».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!