abandonment

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/əˈbændənmənt/

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
abandonment n (of [sb]: desertion) (κάποιου)εγκατάλειψη ουσ θηλ
 She filed for divorce on the grounds of abandonment.
 Υπέβαλε αίτηση διαζυγίου εξαιτίας εγκατάλειψης.
abandonment n (of sthg: giving up, surrender)εγκατάλειψη, παράδοση ουσ θηλ
  (από κάτι)παραίτηση ουσ θηλ
 Abandonment of your earlier demands might help the talks to proceed.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'abandonment' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση abandonment στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «abandonment».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!