• WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: AB, ab, B.A., abdominal, type AB
Ο όρος 'AB' παραπέμπει στον όρο 'B.A.'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'AB' is cross-referenced with 'B.A.'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
AB n written, abbreviation (Alberta, Canada)Αλμπέρτα ουσ θηλ κύρ
Σχόλιο: Official abbreviation in postal addresses.
Σχόλιο: Η συντόμευση δεν έχει αντιστοιχία
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
abs npl informal, abbreviation (abdominal muscles) (μύες)κοιλιακοί επίθ ως ουσ αρσ
 Crunches are good for toning your abs.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
B.A.,
BA,
A.B.,
AB
n
initialism (degree: Bachelor of Arts)πτυχίο ουσ ουδ
  μπάτσελορ, bachelor ουσ ουδ άκλ
  (κατά λέξη, συντομογραφία)B.A. φρ ως ουσ ουδ
  (κατά λέξη)Bachelor of Arts φρ ως ουσ ουδ
 Sarah has a BA in Art History from the University of East Anglia.
B.A.,
BA
n
initialism (person: Bachelor of Arts)έχω πτυχίο ρ έκφρ
  απόφοιτος ουσ αρσ/θηλ
  πτυχιούχος ουσ αρσ/θηλ
  (απόλυτη ακρίβεια)έχω πτυχίο μπάτσελορ περίφρ
 Eric is a BA in Economics from Princeton University.
 Ο Έρικ έχει πτυχίο Οικονομικών από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
abdominal adj (of, in the abdomen)κοιλιακός επίθ
 The patient is complaining of severe abdominal pain.
abdominals npl (stomach muscles)κοιλιακοί μύες επίθ + ουσ αρσ
  κοιλιακοί επίθ ως ουσ αρσ
 This exercise will work your abdominals.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
type AB,
AB
n
(blood group AB)ομάδα ΑΒ φρ ως ουσ θηλ
 Type AB is the rarest of all the blood groups.
type AB,
AB
adj
(blood: of group AB)που ανήκει στην ομάδα ΑΒ περίφρ
  ομάδα ΑΒ περίφρ
  της ομάδας ΑΒ περίφρ
Σχόλιο: επιθετικός προσδιορισμός
 My blood is type AB and that makes me a universal recipient.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ab | AB | B.A. | abdominal | type AB
ΑγγλικάΕλληνικά
ab initio adv Latin (from the beginning)εξαρχής, από την αρχή επίρ
ab initio adv Latin (from first principles)εξαρχής, από την αρχή επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'AB' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση AB στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «AB».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!