M

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations'M', 'm': /ˈɛm/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA'M', 'm': /ɛm/ ,USA pronunciation: respelling'M', 'm': (em)

  • WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: M, m

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
M,
m
n
(13th letter of alphabet) (γράμμα)Μ ουσ ουδ άκλ
 I couldn't tell whether you said M or N.
 Δε μπορούσα να καταλάβω αν είπες «Μ» ή «Ν».
M n abbreviation (male) (σντμ: άρρεν)Α επίθ
 Put 'M' in the box next to 'Sex'.
 Βάλε «Α» στο κουτί δίπλα στο «Φύλο».
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
m,
m.
n
written, invariable, abbreviation (meter) (μέτρο)μ ουσ ουδ άκλ
  m ουσ ουδ άκλ
 My height is 1.82m.
m n written, invariable, abbreviation (million) (συντομογραφία)εκατ. ουσ ουδ άκλ
 This project has cost us £4.5m.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
M | m
ΑγγλικάΕλληνικά
a.m.,
am,
A.M.,
AM
adv
initialism (antemeridian: in the morning) (προφορικός λόγος, επίσημο)προ μεσημβρίας φρ ως επίρ
  (σντμ: γραπτός λόγος)π.μ., πμ φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη)το πρωί φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη: αργά τη νύχτα)τα ξημερώματα φρ ως επίρ
 You have a 9:30 a.m. appointment with the doctor.
 This nightclub is open until 3 am.
 Έχεις ραντεβού με τον γιατρό στις 9:30 π.μ. (or: πμ). Ξύπνησα στις 7 π.μ. (or: πμ).
 Έχεις ραντεβού με τον γιατρό στις 9:30 το πρωί. Ξύπνησα στις 7 το πρωί.
 Αυτό το κλαμπ μένει ανοιχτό μέχρι τις 3 τα ξημερώματα.
BM,
B.M.,
MB
n
initialism (degree: Bachelor of Medicine)πτυχία ιατρικής φρ ως ουσ ουδ
BM,
B.M.,
BMus
n
initialism (degree: Bachelor of Music)πτυχίο μουσικής φρ ως ουσ ουδ
BM,
B.M.
n
initialism (British Museum)Βρετανικό Μουσείο επίθ + ουσ ουδ
emf,
EMF,
E.M.F.,
e.m.f.
n
initialism (electromagnetic field)ηλεκτρομαγνητικό πεδίο επίθ + ουσ ουδ
emf,
EMF,
E.M.F.,
e.m.f.
n
initialism (electromotive force) (σντμ: ηλεκτρεγερτική δύναμη)ΗΕΔ ουσ θηλ άκλ
H.M.S.,
HMS
n
UK, initialism (Her Majesty's Ship) (τίτλος πλοίου σε μοναρχία)HMS ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: "H.M.S." is used in the name of a naval ship.
H.M.S.,
HMS
n
UK, initialism (His Majesty's Ship) (τίτλος πλοίου σε μοναρχία)HMS ουσ ουδ άκλ
Σχόλιο: "H.M.S." is used in the name of a naval ship.
LL.M.,
LLM,
 M.L.
n
initialism (degree: Master of Law)μεταπτυχιακό στη νομική επιστήμη φρ ως ουσ ουδ
LL.M.,
LLM,
 M.L.
n
initialism (holder of a law degree)κάτοχος μεταπτυχιακού στη νομική επιστήμη φρ ως ουσ αρσ/θηλ
MA,
M.A.
n
initialism (degree: Master of Arts)μεταπτυχιακό ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)μάστερ ουσ ουδ άκλ
  (σντμ: ξένος τίτλος)MA ουσ ουδ άκλ
 She received her MA in literature in 1997.
MA,
M.A.
n
initialism (holder of Master of Arts degree)κάτοχος μεταπτυχιακού φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  κάτοχος master φρ ως ουσ αρσ/θηλ
Master of Law,
Master of Laws
n
(postgraduate legal degree)Μάστερ στις νομικές επιστήμες περίφρ
  μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στις νομικές επιστήμες περίφρ
 Michael has a Master of Law from McGill University.
Master of Law,
Master of Laws
n
(holder of postgraduate legal degree)κάτοχος Μάστερ στις νομικές επιστήμες φρ ως ουσ αρσ/θηλ
  κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στις νομικές επιστήμες φρ ως ουσ αρσ/θηλ
MEd,
M.Ed.
n
initialism (degree: Master of Education)Μάστερ στην εκπαίδευση φρ ως ουσ ουδ
  μεταπτυχιακό στην εκπαίδευση φρ ως ουσ ουδ
  μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στην εκπαίδευση φρ ως ουσ ουδ
MO,
M.O.,
mo,
m.o.
n
informal, initialism (modus operandi: criminal's methods)τρόπος δράσης φρ ως ουσ αρσ
  μεθοδολογία ουσ θηλ
  (σπάνιο)modus operandi ουσ ουδ πλ
MO,
M.O.,
mo,
m.o.
n
informal, initialism (modus operandi: style)στυλ ουσ ουδ άκλ
MO,
M.O.,
mo,
m.o.
n
initialism (money order)εντολή πληρωμής φρ ως ουσ θηλ
MO,
M.O.,
mo,
m.o.
n
initialism (mail order)ταχυδρομική παραγγελία επίθ + ουσ θηλ
MPhil,
M Phil,
M. Phil.
n
abbreviation (degree: Master of Philosophy)μεταπτυχιακό επίθ ως ουσ
  μάστερ ουσ ουδ άκλ
  (ξένος τίτλος: Master of Philosophy)MPhil φρ ως ουσ ουδ
MVP,
M.V.P.
n
(sports: most valuable player)πολυτιμότερος παίκτης επίθ + ουσ αρσ
  (ζαργκόν)MVP ουσ αρσ άκλ
OHMS,
O.H.M.S.
expr
written, initialism (On His/Her Majesty's Service)στην υπηρεσία του Μεγαλειότατου, στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης έκφρ
p.m.,
pm,
P.M.,
PM
adv
initialism (post meridiem: in the afternoon) (σντμ: μετά μεσημβρίαν)μ.μ. επίρ
 I'll pick you up at 4 p.m.
 Θα σε πάρω στις 4 μ.μ.
p.m.,
pm,
P.M.,
PM
adv
initialism (post meridiem: in the evening) (σντμ: μετά μεσημβρίαν)μ.μ. επίρ
 I like to be in bed by 9.30 PM.
 Μου αρέσει να είμαι στο κρεβάτι στις 9.30 μ.μ.
this p.m.,
this pm,
this P.M.,
this PM
adv
informal (this afternoon)σήμερα το απόγευμα φρ ως επίρ
  το απόγευμα φρ ως επίρ
 Let's take a walk in the park this p.m.
this p.m.,
this pm,
this P.M.,
this PM
adv
informal (this evening)σήμερα το βράδυ φρ ως επίρ
  το βράδυ, το βραδάκι φρ ως επίρ
 I'll meet you at the bar this p.m.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'M' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση M στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «M».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!