Σύνθετοι τύποι: M | m |
a.m., am, A.M., AM adv | initialism (antemeridian: in the morning) (προφορικός λόγος, επίσημο) | προ μεσημβρίας φρ ως επίρ |
| | (σντμ: γραπτός λόγος) | π.μ., πμ φρ ως επίρ |
| | (καθομιλουμένη) | το πρωί φρ ως επίρ |
| | (καθομιλουμένη: αργά τη νύχτα) | τα ξημερώματα φρ ως επίρ |
| | You have a 9:30 a.m. appointment with the doctor. |
| | This nightclub is open until 3 am. |
| | Έχεις ραντεβού με τον γιατρό στις 9:30 π.μ. (or: πμ). Ξύπνησα στις 7 π.μ. (or: πμ). |
| | Έχεις ραντεβού με τον γιατρό στις 9:30 το πρωί. Ξύπνησα στις 7 το πρωί. |
| | Αυτό το κλαμπ μένει ανοιχτό μέχρι τις 3 τα ξημερώματα. |
BM, B.M., MB n | initialism (degree: Bachelor of Medicine) | πτυχία ιατρικής φρ ως ουσ ουδ |
BM, B.M., BMus n | initialism (degree: Bachelor of Music) | πτυχίο μουσικής φρ ως ουσ ουδ |
BM, B.M. n | initialism (British Museum) | Βρετανικό Μουσείο επίθ + ουσ ουδ |
emf, EMF, E.M.F., e.m.f. n | initialism (electromagnetic field) | ηλεκτρομαγνητικό πεδίο επίθ + ουσ ουδ |
emf, EMF, E.M.F., e.m.f. n | initialism (electromotive force) (σντμ: ηλεκτρεγερτική δύναμη) | ΗΕΔ ουσ θηλ άκλ |
H.M.S., HMS n | UK, initialism (Her Majesty's Ship) (τίτλος πλοίου σε μοναρχία) | HMS ουσ ουδ άκλ |
| Σχόλιο: "H.M.S." is used in the name of a naval ship. |
H.M.S., HMS n | UK, initialism (His Majesty's Ship) (τίτλος πλοίου σε μοναρχία) | HMS ουσ ουδ άκλ |
| Σχόλιο: "H.M.S." is used in the name of a naval ship. |
LL.M., LLM, M.L. n | initialism (degree: Master of Law) | μεταπτυχιακό στη νομική επιστήμη φρ ως ουσ ουδ |
LL.M., LLM, M.L. n | initialism (holder of a law degree) | κάτοχος μεταπτυχιακού στη νομική επιστήμη φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
MA, M.A. n | initialism (degree: Master of Arts) | μεταπτυχιακό ουσ ουδ |
| | (καθομιλουμένη) | μάστερ ουσ ουδ άκλ |
| | (σντμ: ξένος τίτλος) | MA ουσ ουδ άκλ |
| | She received her MA in literature in 1997. |
MA, M.A. n | initialism (holder of Master of Arts degree) | κάτοχος μεταπτυχιακού φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| | | κάτοχος master φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
Master of Law, Master of Laws n | (postgraduate legal degree) | Μάστερ στις νομικές επιστήμες περίφρ |
| | | μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στις νομικές επιστήμες περίφρ |
| | Michael has a Master of Law from McGill University. |
Master of Law, Master of Laws n | (holder of postgraduate legal degree) | κάτοχος Μάστερ στις νομικές επιστήμες φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| | | κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης στις νομικές επιστήμες φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
MEd, M.Ed. n | initialism (degree: Master of Education) | Μάστερ στην εκπαίδευση φρ ως ουσ ουδ |
| | | μεταπτυχιακό στην εκπαίδευση φρ ως ουσ ουδ |
| | | μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης στην εκπαίδευση φρ ως ουσ ουδ |
MO, M.O., mo, m.o. n | informal, initialism (modus operandi: criminal's methods) | τρόπος δράσης φρ ως ουσ αρσ |
| | | μεθοδολογία ουσ θηλ |
| | (σπάνιο) | modus operandi ουσ ουδ πλ |
MO, M.O., mo, m.o. n | informal, initialism (modus operandi: style) | στυλ ουσ ουδ άκλ |
MO, M.O., mo, m.o. n | initialism (money order) | εντολή πληρωμής φρ ως ουσ θηλ |
MO, M.O., mo, m.o. n | initialism (mail order) | ταχυδρομική παραγγελία επίθ + ουσ θηλ |
MPhil, M Phil, M. Phil. n | abbreviation (degree: Master of Philosophy) | μεταπτυχιακό επίθ ως ουσ |
| | | μάστερ ουσ ουδ άκλ |
| | (ξένος τίτλος: Master of Philosophy) | MPhil φρ ως ουσ ουδ |
MVP, M.V.P. n | (sports: most valuable player) | πολυτιμότερος παίκτης επίθ + ουσ αρσ |
| | (ζαργκόν) | MVP ουσ αρσ άκλ |
OHMS, O.H.M.S. expr | written, initialism (On His/Her Majesty's Service) | στην υπηρεσία του Μεγαλειότατου, στην υπηρεσία της Μεγαλειοτάτης έκφρ |
p.m., pm, P.M., PM adv | initialism (post meridiem: in the afternoon) (σντμ: μετά μεσημβρίαν) | μ.μ. επίρ |
| | I'll pick you up at 4 p.m. |
| | Θα σε πάρω στις 4 μ.μ. |
p.m., pm, P.M., PM adv | initialism (post meridiem: in the evening) (σντμ: μετά μεσημβρίαν) | μ.μ. επίρ |
| | I like to be in bed by 9.30 PM. |
| | Μου αρέσει να είμαι στο κρεβάτι στις 9.30 μ.μ. |
this p.m., this pm, this P.M., this PM adv | informal (this afternoon) | σήμερα το απόγευμα φρ ως επίρ |
| | | το απόγευμα φρ ως επίρ |
| | Let's take a walk in the park this p.m. |
this p.m., this pm, this P.M., this PM adv | informal (this evening) | σήμερα το βράδυ φρ ως επίρ |
| | | το βράδυ, το βραδάκι φρ ως επίρ |
| | I'll meet you at the bar this p.m. |