yew

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈjuː/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ju/ ,USA pronunciation: respelling(n. yo̅o̅; pron. yo̅o̅, unstressed yŏŏ)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
yew n (evergreen tree) (φυτολογία)τάξος, ίταμος ουσ αρσ
  (επίσημο)Τάξος η ραγοφόρος φρ ως ουσ θηλ
 Yews grow in fertile, well-drained soil.
yew n (wood of yew tree) (ξυλεία)τάξος, ίταμος ουσ αρσ
 In the past, people used yew to make longbows.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
yew hedge n (variety of shrub)ίταμος ουσ αρσ
yew tree n (evergreen tree)ίταμος ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'yew' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση yew στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «yew».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!