whim

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciationshwɪm/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/hwɪm, wɪm/ ,USA pronunciation: respelling(hwim, wim)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
whim n (sudden desire)καπρίτσιο ουσ ουδ
  καπρίτσιο της στιγμής φρ ως ουσ ουδ
  (αργκό)φλασιά ουσ θηλ
  (πιο επίσημο)στιγμιαία επιθυμία, ξαφνική επιθυμία επίθ + ουσ θηλ
 Adam's desire to learn Japanese was a whim that soon disappeared when he realised how difficult it was.
 Η επιθυμία του Άνταμ να μάθει Ιαπωνικά ήταν ένα καπρίτσιο που του πέρασε σύντομα όταν συνειδητοποίησε πόσο δύσκολη γλώσσα ήταν.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
on a whim adv (out of a sudden fancy or urge)αυθόρμητα επίρ
  χωρίς σκέψη φρ ως επίρ
  (καθομιλουμένη)γιατί έτσι μου ήρθε έκφρ
  σε μια απόφαση της στιγμής έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'whim' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [attend, cater] to all their whims, was [taken, said, done] on a whim, [bought, sold] it on a whim, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση whim στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «whim».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!