WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
wallow⇒ vi | figurative (dwell on [sth] bad) | σκέφτομαι συνέχεια κτ περίφρ |
| (μεταφορικά) | δεν ξεκολλάω από κτ έκφρ |
| | δεν παίρνω το μυαλό μου από κτ έκφρ |
| OK, you lost your job, but it won't do you any good to wallow; go out and start looking for a new one. |
wallow in [sth] vi + prep | figurative (indulge in negative state) (μεταφορικά) | κυλιέμαι σε κτ, βυθίζομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | είμαι βουτηγμένος σε κτ ρ έκφρ |
| (με παρασύρει το συναίσθημα) | αφήνομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| There's nothing he enjoys more than wallowing in misery. |
| Αυτό που του αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι να βυθίζεται στη μιζέρια. |
wallow in [sth] vi + prep | figurative (wealth, possessions: have plenty) (μεταφορικά) | κολυμπάω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| | ζω μέσα σε κτ έκφρ |
| The old man was wallowing in money. |
| Ο ηλικιωμένος κύριος κολυμπούσε στο χρήμα. |
wallow in [sth] vi + prep | (lie around) | κυλιέμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| (καθομιλουμένη) | τσαλαβουτάω σε κτ ρ αμ + πρόθ |
| Hippos love wallowing in mud. |
| Στους ιπποπόταμους αρέσει να κυλιούνται στη λάσπη. |
wallow n | (muddy depression) | λασπόλακκος ουσ αρσ |
| The photographer waited at the wallow hoping to see a buffalo. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: