wallow

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈwɒləʊ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈwɑloʊ/ ,USA pronunciation: respelling(wolō)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wallow vi figurative (dwell on [sth] bad)σκέφτομαι συνέχεια κτ περίφρ
  (μεταφορικά)δεν ξεκολλάω από κτ έκφρ
  δεν παίρνω το μυαλό μου από κτ έκφρ
 OK, you lost your job, but it won't do you any good to wallow; go out and start looking for a new one.
wallow in [sth] vi + prep figurative (indulge in negative state) (μεταφορικά)κυλιέμαι σε κτ, βυθίζομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  είμαι βουτηγμένος σε κτ ρ έκφρ
  (με παρασύρει το συναίσθημα)αφήνομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 There's nothing he enjoys more than wallowing in misery.
 Αυτό που του αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι να βυθίζεται στη μιζέρια.
wallow in [sth] vi + prep figurative (wealth, possessions: have plenty) (μεταφορικά)κολυμπάω σε κτ ρ αμ + πρόθ
  ζω μέσα σε κτ έκφρ
 The old man was wallowing in money.
 Ο ηλικιωμένος κύριος κολυμπούσε στο χρήμα.
wallow in [sth] vi + prep (lie around)κυλιέμαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
  (καθομιλουμένη)τσαλαβουτάω σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Hippos love wallowing in mud.
 Στους ιπποπόταμους αρέσει να κυλιούνται στη λάσπη.
wallow n (muddy depression)λασπόλακκος ουσ αρσ
 The photographer waited at the wallow hoping to see a buffalo.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
wallow in self-pity v expr disapproving (feel sorry for yourself)αυτοοικτίρομαι ρ αμ
  αισθάνομαι οίκτο για τον εαυτό μου περίφρ
  αισθάνομαι αυτολύπηση περίφρ
wallow in your grief v expr (dwell on the loss of [sb] or [sth](μεταφορικά)πνίγομαι από τον πόνο έκφρ
 Everyone dies, so you can't keep wallowing in your grief.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'wallow' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση wallow στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «wallow».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!