• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vow n (promise)όρκος ουσ αρσ
  (πιο ήπιο)υπόσχεση ουσ θηλ
 So far, Tim has stuck to his vow to lead a better life.
 Μέχρι στιγμής, ο Τιμ έχει κρατήσει την υπόσχεσή του ζει πιο καλά.
vows npl (religious commitment)όρκοι ουσ αρσ πλ
  (κατά λέξη: μοναχισμός)μοναστικοί όρκοι φρ ως ουσ αρσ πλ
 Once the vows were over, Susan was a fully-fledged nun.
 Μόλις τελείωσαν οι όρκοι, η Σούζαν ήταν πλέον κανονική μοναχή.
vows npl (marriage commitment)όρκοι ουσ αρσ πλ
  (κατά λέξη)γαμήλιοι όρκοι φρ ως ουσ αρσ πλ
 The couple made their vows in front of their family and friends.
 Το ζευγάρι έδωσε τους όρκους μπροστά στους φίλους και στην οικογένειά του.
vow that vtr (with clause: promise) (ότι/πως)ορκίζομαι ρ μ
 When he woke up with a hangover, Brian vowed he would never drink again.
 Όταν ξύπνησε με χανγκόβερ, ο Μπράιαν ορκίστηκε ότι δεν θα ξαναπιεί ποτέ.
vow to do [sth] v expr (promise to do [sth](να κάνω κτ)ορκίζομαι ρ μ
 Patricia vowed to make the world a better place.
 Η Πατρίσια ορκίστηκε να κάνει τον κόσμο ένα καλύτερο μέρος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vow to do [sth] v expr (make marriage commitment) (ότι θα κάνω κτ)ορκίζομαι ρ μ
 The happy couple vowed to love and honour each other for as long as they both should live.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
solemn vow n (formal, binding promise)επίσημος όρκος/δέσμευση έκφρ
 I'll be making a solemn vow to my new husband on my wedding day.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση vowed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «vowed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!