volition

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/vəˈlɪʃən/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/voʊˈlɪʃən, və-/ ,USA pronunciation: respelling(vō lishən, və-)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
volition n uncountable (will, intent)βούληση, θέληση ουσ θηλ
  προαίρεση ουσ θηλ
  ηθελημένη ενέργεια επίθ + ουσ θηλ
 A human athlete walks onto the track as a matter of volition, but a racehorse does not.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
of your own volition,
by your own volition
expr
(willingly, freely) (λόγιο)αυτοβούλως επίρ
  αυτόβουλα επίρ
  με δική μου βούληση, με δική μου πρωτοβουλία περίφρ
  από μόνος μου περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'volition' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση volition στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «volition».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!