voltage

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈvəʊltɪdʒ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈvoʊltɪdʒ/ ,USA pronunciation: respelling(vōltij)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
voltage n (electrical energy)τάση ουσ θηλ
 Test the wires for voltage before you connect the light.
 Τσέκαρε την τάση των καλωδίων πριν συνδέσεις το φως.
voltage n (number of volts)τάση ουσ θηλ
 What voltage does your laptop require?
 Σε τι τάση λειτουργεί το λάπτοπ σου;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
high voltage n (high-power electricity) (ηλεκτρισμός)υψηλή τάση έκφρ
high-voltage n as adj (electricity: high-power)υψηλής τάσης φρ ως επίθ
high-voltage n as adj figurative (energetic, assertive) (μεταφορικός)δυναμικός, σθεναρός, ενεργητικός επίθ
output voltage n (number of volts generated)ισχύς τάσης ουσ θηλ
 The output voltage can be measured with a voltmeter.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'voltage' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση voltage στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «voltage».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!