WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
vivid adj | (bright colours) | ζωηρός, φωτεινός, έντονος επίθ |
| The vivid colours of the sunset were beautiful to behold. |
| Ήταν ωραίο να βλέπει κανείς τα ζωηρά χρώματα του δειλινού. |
vivid adj | (imagination: active) | ζωηρός επίθ |
| (μεταφορικά) | καλπάζων μτχ ενεστ |
| The author's vivid imagination helps her to come up with ideas for her books. |
| Η ζωηρή φαντασία της συγγραφέως τη βοηθά να βρίσκει ιδέες για τα βιβλία της. |
vivid adj | (memory: strong) | έντονος επίθ |
| (ανάμνηση) | ζωηρός επίθ |
| (εμφατικός τύπος) | ολοζώντανος επίθ |
| James had a vivid memory of being a child and building a sandcastle on the beach. |
| Ο Τζέιμς είχε μια έντονη ανάμνηση από τότε που ήταν παιδί και έχτιζε ένα κάστρο στην άμμο. |
vivid adj | (story: lifelike) (αφήγηση) | ζωντανός επίθ |
| | περιγραφικός, παραστατικός επίθ |
| (λόγιος) | γλαφυρός επίθ |
| (εμφατικός τύπος) | ολοζώντανος επίθ |
| The vivid tale caught the attention of the listeners. |
| Η γλαφυρή ιστορία τράβηξε το ενδιαφέρον των ακροατών. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
vivid adj | (person, personality) (μεταφορικά) | ζωηρός, ζωντανός επίθ |
| | δυναμικός, ενεργητικός, δραστήριος επίθ |
| Lisa's vivid personality makes her great fun to be around. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: