|
|
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
| vice n | uncountable (moral wrong) (μεταφορικά) | αμαρτία ουσ θηλ |
| | | ανηθικότητα ουσ θηλ |
| | Some people fear that modern society is full of vice. |
| | Ορισμένοι φοβούνται ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι βουτηγμένη στην αμαρτία. |
| vice n | (bad or sinful habit) | συνήθεια ουσ θηλ |
| | | κακή συνήθεια επίθ + ουσ θηλ |
| | | ελάττωμα ουσ ουδ |
| | (καθομιλουμένη) | συνήθειο ουσ ουδ |
| | Janine's worst vice is that she bites her nails. |
| | Η χειρότερη συνήθεια της Τζανίν είναι ότι τρώει τα νύχια της. |
| Vice n | uncountable (police unit) | τμήμα ηθών φρ ως ουσ ουδ |
| | Some officers from Vice interviewed the sex worker. |
| | Κάποιοι αξιωματικοί του τμήματος ηθών ανέκριναν την ιερόδουλη. |
| vice n | UK (vise: clamp) | σφιγκτήρας ουσ αρσ |
| | | μέγκενη, μέγγενη ουσ θηλ |
| | Neil secured the block of wood in the vice before sawing it in two. |
vice, vice- prefix | (deputy, 2nd in command) | αντι- πρόθημα |
| | | υπο- πρόθημα |
| | For example: vice president |
| | Για παράδειγμα: αντιπρόεδρος |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| vice n | (fault, imperfection) | ελάττωμα ουσ ουδ |
| | | κακό επίθ ως ουσ ουδ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Ο όρος 'vice' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
|
|