vest

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈvɛst/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/vɛst/ ,USA pronunciation: respelling(vest)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vest n UK (sleeveless undershirt)φανέλα ουσ θηλ
  φανελάκι ουσ ουδ
  (κατά λέξη)αμάνικη φανέλα επίθ + ουσ θηλ
 It was cold, so Roger put on a vest under his shirt.
 Έκανε κρύο, γι' αυτό ο Ρότζερ φόρεσε μια φανέλα κάτω από το πουκάμισό του.
vest n UK (tank top: sleeveless T-shirt)αμάνικο μπλουζάκι επίθ + ουσ ουδ
  αμάνικο επίθ ως ουσ ουδ
  (μόνο γυναικείο)τιραντάκι ουσ ουδ
 A vest is cooler on a summer's day than a long-sleeved top.
vest n US, AU (waistcoat)γιλέκο ουσ ουδ
 The man was smartly dressed in a suit with a vest.
 Ο άντρας ήταν ντυμένος επίσημα με κουστούμι και γιλέκο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vest [sth] in [sb] vtr + prep usually passive (endow [sb] with authority)αναθέτω κτ σε κπ, δίνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  (σε εμένα τον ίδιο)μου έχει ανατεθεί, μου έχει δοθεί περίφρ
 The US Constitution vests power in the President to command the armed forces.
vest [sb] with [sth] vtr + prep usually passive (endow [sb] with authority)δίνω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
  αναθέτω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 The judge is vested with the authority to decide on the punishment that a guilty party should receive.
vest yourself vtr + refl formal (put on ecclesiastical clothes)φοράω τα άμφια, φορώ τα άμφια έκφρ
  (επίσημο)ενδύομαι τα ιερά άμφια έκφρ
 The priest vested himself to say mass.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
bulletproof vest,
also UK: bullet-proof vest
n
(protective jacket)αλεξίσφαιρο γιλέκο επίθ + ουσ ουδ
  αλεξίσφαιρο επίθ ως ουσ ουδ
 He is alive today because a bulletproof vest stopped the bullet that was meant to kill him.
 Είναι ακόμα ζωντανός, γιατί το αλεξίσφαιρο γιλέκο ανέκοψε την πορεία της σφαίρας που θα τον σκότωνε.
life jacket,
lifejacket,
also,
US: life vest,
life preserver,
lifesaver,
life saver
n
(inflatable safety vest)σωσίβιο ουσ ουδ
 Some of the crewmen weren't wearing life jackets.
 When the ship hit the rocks we were all ordered to put on our life jackets.
 Ορισμένα μέλη του πληρώματος δε φορούσαν σωσίβιο. // Όταν το πλοίο προσέκρουσε στους βράχους, μας διέταξαν όλους να φορέσουμε σωσίβια.
life vest,
life jacket,
also US: life preserver
n
(wearable flotation device)σωσίβιο ουσ ουδ
 Boats are required to have enough life vests for all the passengers. Under boating regulations, you must wear a life jacket when out fishing.
 Τα σκάφη πρέπει να έχουν αρκετά σωσίβια για όλους τους επιβαίνοντες. Σύμφωνα με τους κανονισμούς περί χρήσης σκαφών, είναι υποχρεωτικό να φοράς σωσίβιο όταν ψαρεύεις στα ανοιχτά.
running vest n (athlete's sleeveless top)αμάνικο αθλητικό μπλουζάκι περίφρ
sweater vest n US (sleeveless pullover)αμάνικο πουλόβερ επίθ + ουσ ουδ
  (παλαιό)καζάκα ουσ θηλ
vest top n UK (woman's strappy top)αμάνικο επίθ ως ουσ ουδ
  φανελάκι, τιραντάκι ουσ ουδ
  αμάνικη μπλούζα επίθ + ουσ θηλ
  αμάνικο φανελάκι επίθ + ουσ ουδ
 It was a hot day and Agatha was wearing a light summer skirt with a vest top.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'vest' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: in his vest pocket, vest authority in [his son, her partner, an official], [authority] that [was, has been] vested in me (by), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση vest στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «vest».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!