vestment

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈvɛstmənt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈvɛstmənt/ ,USA pronunciation: respelling(vestmənt)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
vestment n (official gown or robe) (επίσημη στολή ιερέα)άμφιο ουσ ουδ
  (ρούχο αξιωματούχου)στολή, περιβολή ουσ θηλ
Σχόλιο: άμφιο: Χρησιμοποιείται συνήθως στον πληθυντικό, τα άμφια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'vestment' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση vestment στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «vestment».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!