WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unstressed adj (relaxed)που δεν αγχώνεται περίφρ
  (μεταφορικά)χαλαρός, άνετος επίθ
  (καθομιλουμένη)αστρεσάριστος επίθ
 I wish I could be as unstressed about all this as you are!
unstressed adj (syllable: not accented) (συλλαβή, φωνήεν)άτονος, ατόνιστος επίθ
  που δεν τονίζεται περίφρ
 Sometimes when people learn a language they have a difficult time knowing if a syllable should be stressed or unstressed.
unstressed adj (beam, etc.: not load-bearing)αφόρτιστος επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'unstressed' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση unstressed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «unstressed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!