unstoppable

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ʌnˈstɒpəbəl/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(un stopə bəl)

  • WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
unstoppable adj (impossible to stop)ασταμάτητος επίθ
 What happens when an unstoppable force meets an immovable object?
unstoppable adj (sure to continue)ασταμάτητος, ασυγκράτητος επίθ
  (συναισθήματα, επιθυμίες κλπ)ακατάσχετος επίθ
 With another bestseller to his name, Bennett's success now seems unstoppable.
 Η επιτυχία του Μπένετ μοιάζει ασταμάτητη τώρα που πρόσθεσε ένα ακόμη ευπώλητο στο όνομά του.
unstoppable adj (impossible to defeat)ανίκητος επίθ
 Tonight's championship match will tell if the team really is unstoppable.
 Το αποψινό παιχνίδι πρωταθλήματος θα δείξει αν η ομάδα είναι πράγματι ανίκητη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'unstoppable' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση unstoppable στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «unstoppable».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!