Σε αυτή τη σελίδα: tasseled, tassel

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tasseled adj (having a tassel)με φούντα, με κρόσσια περίφρ
  θυσανωτός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tasseled adj (botany: with tassel-like fronds)θυσανωτός επίθ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tassel n (decorative bunch of cords)φούντα ουσ θηλ
  θύσανος ουσ αρσ
 The heavy curtains were decorated with tassels.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
tassel n (botany: maize stamens)θύσανος ουσ αρσ
 The tassels of a maize plant produce pollen.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
tassel | tasseled
ΑγγλικάΕλληνικά
corn tassel n (hair-like stigmas on end of ear of maize) (μεταφορικά: καλαμποκιού)μουστάκια, μαλλιά, γένια ουσ ουδ πλ
  φούντα ουσ θηλ
  (επίσημο)τριχοειδείς κλωστές επίθ + ουσ θηλ
 When the corn tassels turn brown, the corn is ready for harvest.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'tasseled' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση tasseled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «tasseled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!