• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: sunburned, sunburn

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sunburned (US),
sunburnt (UK)
adj
(burned by sun's heat)που έχει καεί από τον ήλιο περίφρ
 Heather got sunburned when she went skiing, can you believe it?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sunburn n (burns to skin from sun) (από τον ήλιο)έγκαυμα ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)κάψιμο ουσ ουδ
 I got a bad sunburn while picking apples.
 Έπαθα ένα γερό έγκαυμα ενώ μάζευα μήλα.
sunburn vi US (get burned by the sun) (από τον ήλιο)καίγομαι ρ αμ
 I wear a hat because I sunburn easily.
 Φοράω καπέλο, γιατί καίγομαι εύκολα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sunburned' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sunburned στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sunburned».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!