Sunday

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsʌndeɪ/, /ˈsʌndɪ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈsʌndeɪ, -di/ ,USA pronunciation: respelling(sundā, -dē)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: Sunday, sun
Ο όρος 'Sunday' παραπέμπει στον όρο 'sun'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'Sunday' is cross-referenced with 'sun'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Sunday n (day of the week) (ημέρα)Κυριακή ουσ θηλ
 We usually go to church on Sunday.
 Συνήθως πάμε στην εκκλησία την Κυριακή.
Sunday n as adj (occurring on Sunday)κυριακάτικος επίθ
  της Κυριακής περίφρ
 Reading the newspapers over a cup of coffee is our usual Sunday ritual.
 Το να διαβάζουμε εφημερίδες πίνοντας μια κούπα καφέ είναι το κυριακάτικο τελετουργικό μας.
Sunday adv (on Sunday)την Κυριακή φρ ως επίρ
 See you Sunday!
the Sundays npl UK, informal (Sunday newspapers)κυριακάτικες εφημερίδες επίθ + ουσ θηλ
  (αν εννοείται από τα συμφραζόμενα)κυριακάτικες επίθ ως ουσ
 I love to lie in bed and read the Sundays.
 Μου αρέσει να μένω στο κρεβάτι και να διαβάζω τις κυριακάτικες εφημερίδες.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Sunday n as adj figurative (amateur) (ερασιτέχνης)του σαββατοκύριακου περίφρ
 He's not professional, just a Sunday footballer.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
the sun,
the Sun
n
sometimes capitalized (star: centre of our solar system)ήλιος ουσ αρσ
 The sun rises in the east.
 Ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή.
sun n (astronomy: star)ήλιος ουσ αρσ
 That planetary system has two suns.
 Εκείνο το πλανητικό σύστημα έχει δύο ήλιους.
sun n (sunshine) (μεταφορικά)ήλιος ουσ αρσ
 The sun is bright today.
 Ο ήλιος είναι λαμπερός σήμερα.
Sun,
Sun.
n
written, abbreviation (Sunday) (συντομογραφία)Κυρ, Κυρ. ουσ θηλ κύρ
 The reunion will be held Sun., Sept. 9.
 Η συνάντηση θα γίνει την Κυρ. 9 Σεπτ.
sun [sth] vtr (expose to sunshine) (βάζω κάτι στον ήλιο)λιάζω ρ μ
  (είμαι ο ίδιος στον ήλιο)λιάζομαι ρ αμ
 The cat was sprawled on the patio, sunning her belly.
 Η γάτα ήταν ξαπλωμένη στο αίθριο και έλιαζε την κοιλιά της.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sun n literary, figurative (glory, splendour) (μεταφορικά, επίσημο)άστρο ουσ ουδ
 The sun of the dynasty eventually declined in the 1600s.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το άστρο του Μέγα Ναπολέοντα έδυσε μετά την ήττα στη μάχη του Βατερλό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
Sunday | sun
ΑγγλικάΕλληνικά
Easter Sunday (religion)Κυριακή του Πάσχα φρ ως ουσ θηλ
Mother's Day,
also UK: Mothering Sunday
n
(celebration for mothers)γιορτή της μητέρας περίφρ
 What date is Mother's Day this year?
on Sunday adv (next Sunday) (ερχόμενη)την Κυριακή επίρ
 I'm so excited; I'm flying to Tenerife on Sunday!
on Sunday adv (last Sunday) (προηγούμενη)την Κυριακή επίρ
 Did you do anything special on Sunday?
Palm Sunday n (Sunday before Easter)Κυριακή των Βαΐων ουσ θηλ
 Palm Sunday is a Christian celebration that falls on the Sunday preceding Easter.
Sunday best n (smart outfit worn to church) (ρούχα)τα καλά μου φρ ως ουσ ουδ
Sunday school n (religious class for children)κατηχητικό ουσ ουδ
 The children read Bible stories together in Sunday school.
Whitsun,
Whitsunday,
Whit Sunday
n
mainly UK (Pentecost: seventh Sunday after Easter)Πεντηκοστή ουσ θηλ κύρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'Sunday' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Σε λίστες: Time, περισσότερα…
Συμφράσεις: [this, last, next, the following] Sunday, Sunday [morning, afternoon, evening, night], the [service, show, program] is every Sunday at [9], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση Sunday στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «Sunday».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!