• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: summarizing, summarize

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
summarizing,
also UK: summarising
n
(act of summing up)δημιουργία περίληψης, δημιουργία σύνοψης φρ ως ουσ θηλ
  ανακεφαλαίωση ουσ θηλ
  το να γράψεις την περίληψη περίφρ
 Summarizing is a difficult but important function of a conclusion.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
summarize [sth],
also UK: summarise [sth]
vtr
(sum [sth] up at end)συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω ρ μ
 The lecturer summarised everything she had said in the last ten minutes of the lecture.
 Η ομιλήτρια συνόψισε μέσα στα τελευταία δέκα λεπτά της διάλεξής της ο,τι είχε πει.
summarize [sth],
also UK: summarise [sth]
vtr
(say [sth] briefly)λέω κτ συνοπτικά ρ μ + επίρ
  συνοψίζω ρ μ
  κάνω μια σύνοψη περίφρ
 The chair summarized the report for the board.
 Ο πρόεδρος συνόψισε την αναφορά για την επιτροπή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'summarizing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση summarizing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «summarizing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!