suitability

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌsuːtəˈbɪləti/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌsutəˈbɪlɪti/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
suitability n (appropriate for)καταλληλότητα ουσ θηλ
 The panel discussed the candidate's suitability for the job.
 Η επιτροπή συζήτησε σχετικά με την καταλληλότητα του υποψηφίου για τη θέση εργασίας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
personal suitability n ([sb]'s aptitude or degree of compatibility)καταλληλότητα προσώπου περίφρ
  (επίσημο)προσωπική καταλληλότητα φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'suitability' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: is no doubt about her suitability for the [position, job], her suitability was (not) in question, his [failures, actions] raised doubts about his suitability, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση suitability στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «suitability».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!