suicidal

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌsuːɪˈsaɪdəl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˌsuəˈsaɪdəl/ ,USA pronunciation: respelling(so̅o̅′ə sīdl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
suicidal adj ([sb]: wishing to die)αυτοκτονικός επίθ
  με τάσεις αυτοκτονίας περίφρ
 Guards make frequent checks on suicidal prisoners.
suicidal adj (thought: of suicide)αυτοκτονικός επίθ
  (σε γενική)αυτοκτονίας ουσ ως επίθ
 Have you had any suicidal thoughts since you've been here?
 Έχεις κάνει αυτοκτονικές σκέψεις από τότε που είσαι εδώ;
suicidal adj (behaviour: dangerous)επικίνδυνος επίθ
  (μεταφορικά)πράξη αυτοκτονίας, κίνηση αυτοκτονίας φρ ως ουσ θηλ
 I won't ride with her: her driving's suicidal.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'suicidal' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση suicidal στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «suicidal».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!