• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: stippled, stipple

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stippled adj (painting: with small dots)με κουκκίδες περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
stipple vi (paint using dots)ζωγραφίζω με τελείες περίφρ
 The art teacher will show the students how to stipple with ink today.
stipple [sth] vtr (paint using dots)ζωγραφίζω κτ με τελείες περίφρ
 The art students stippled scenes of ships and the sea.
stipple,
stippling
n
uncountable (painting with dots) (ζωγραφική, πουαντιγισμός)σχέδιο με κουκίδες περίφρ
  ζωγραφική με κουκίδες περίφρ
  σχέδιο με τελείες περίφρ
  ζωγραφική με τελείες περίφρ
 The artist is famous for his stippling of landscapes.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση stippled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «stippled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!