squeal

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈskwiːl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/skwil/ ,USA pronunciation: respelling(skwēl)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
squeal vi (person: shriek)στριγκλίζω, τσιρίζω ρ αμ
  (ανεπίσημο)σκούζω ρ αμ
 The little girl squealed when she saw the cute lambs.
 Το κοριτσάκι τσίριξε όταν είδε τα γλυκά αρνάκια.
squeal vi (pig noise)σκούζω ρ αμ
 The pig was squealing in its sty.
 Το γουρούνι έσκουζε μέσα στο χοιροστάσιο.
squeal vi (tire noise) (μεταφορικά)στριγγλίζω, τσιρίζω ρ αμ
 Adam braked hard and the tyres squealed.
 Ο Άνταμ πάτησε το φρένο δυνατά και τα λάστιχα στρίγγλισαν.
squeal n (noise)τσιρίδα, στριγκλιά ουσ θηλ
  φωνές ουσ θηλ πλ
 Linda realised it must be breaktime when she heard the laughter and squeals of children coming from the playground.
 Η Λίντα κατάλαβε πως πρέπει να ήταν ώρα του διαλείμματος όταν άκουσε το γέλιο και τις φωνές των παιδιών από την παιδική χαρά.
squeal vi figurative, slang (inform, tell) (μεταφορικά)κελαηδώ ρ αμ
 "Somebody squealed," the gang leader said. "I want to know who it was."
 «Κάποιος κελάηδησε,» είπε ο αρχηγός της συμμορίας. «Θέλω να μάθω ποιος ήταν».
squeal on [sb] vtr phrasal insep figurative, slang (inform, tell on [sb](ανεπίσημο, μεταφορικά)καρφώνω, δίνω ρ μ
  ρουφιανεύω ρ μ
 One of Alex's classmates squealed on him and he was sent to see the headteacher.
 Ένας από τους συμμαθητές του Άλεξ τον κάρφωσε και τον έστειλαν στον διευθυντή.
squeal to [sb] vi + prep figurative, slang (inform, tell [sb](καθομιλουμένη)τα λέω όλα σε κπ έκφρ
  καρφώνω κπ σε κπ, δίνω κπ σε κπ έκφρ
 Jim didn't like what the other kids were doing, so he squealed to the teacher.
 Στον Τζιμ δεν άρεσε αυτό που έκαναν τα άλλα παιδιά και έτσι τα κάρφωσε στον δάσκαλο.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
squeal with delight,
squeal with joy
v expr
(shriek happily)τσιρίζω από τη χαρά μου έκφρ
 Wendy squealed with delight when she saw Dan.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'squeal' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: the [tires, brakes, pig] squealed, [the car, the bike, she] squealed out, [the car] squealed out of the [driveway, garage], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση squeal στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «squeal».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!