Κύριες μεταφράσεις |
squeal⇒ vi | (person: shriek) | στριγκλίζω, τσιρίζω ρ αμ |
| (ανεπίσημο) | σκούζω ρ αμ |
| The little girl squealed when she saw the cute lambs. |
| Το κοριτσάκι τσίριξε όταν είδε τα γλυκά αρνάκια. |
squeal vi | (pig noise) | σκούζω ρ αμ |
| The pig was squealing in its sty. |
| Το γουρούνι έσκουζε μέσα στο χοιροστάσιο. |
squeal vi | (tire noise) (μεταφορικά) | στριγγλίζω, τσιρίζω ρ αμ |
| Adam braked hard and the tyres squealed. |
| Ο Άνταμ πάτησε το φρένο δυνατά και τα λάστιχα στρίγγλισαν. |
squeal n | (noise) | τσιρίδα, στριγκλιά ουσ θηλ |
| | φωνές ουσ θηλ πλ |
| Linda realised it must be breaktime when she heard the laughter and squeals of children coming from the playground. |
| Η Λίντα κατάλαβε πως πρέπει να ήταν ώρα του διαλείμματος όταν άκουσε το γέλιο και τις φωνές των παιδιών από την παιδική χαρά. |
squeal vi | figurative, slang (inform, tell) (μεταφορικά) | κελαηδώ ρ αμ |
| "Somebody squealed," the gang leader said. "I want to know who it was." |
| «Κάποιος κελάηδησε,» είπε ο αρχηγός της συμμορίας. «Θέλω να μάθω ποιος ήταν». |
squeal on [sb] vtr phrasal insep | figurative, slang (inform, tell on [sb]) (ανεπίσημο, μεταφορικά) | καρφώνω, δίνω ρ μ |
| | ρουφιανεύω ρ μ |
| One of Alex's classmates squealed on him and he was sent to see the headteacher. |
| Ένας από τους συμμαθητές του Άλεξ τον κάρφωσε και τον έστειλαν στον διευθυντή. |
squeal to [sb] vi + prep | figurative, slang (inform, tell [sb]) (καθομιλουμένη) | τα λέω όλα σε κπ έκφρ |
| | καρφώνω κπ σε κπ, δίνω κπ σε κπ έκφρ |
| Jim didn't like what the other kids were doing, so he squealed to the teacher. |
| Στον Τζιμ δεν άρεσε αυτό που έκαναν τα άλλα παιδιά και έτσι τα κάρφωσε στον δάσκαλο. |