spiked

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈspaɪkt/

From the verb spike: (⇒ conjugate)
spiked is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: spiked, spike

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
spiked adj (having spike shape)αιχμηρός, μυτερός επίθ
 The bug has a spiked protuberance on top of its head.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
spiked,
spiked with [sth]
adj
(alcohol or drug added)με κτ περίφρ
  που περιέχει κτ περίφρ
 For lunch Margret ordered a glass of lemonade spiked with tequila.
 Για μεσημεριανό η Μάργκαρετ παρήγγειλε ένα ποτήρι λεμονάδα με τεκίλα.
spiked adj (having spikes)ακιδωτός επίθ
  (καθομιλουμένη)με καρφιά περίφρ
 The dog wore a spiked collar.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
spike n (thin, pointed object)ακίδα ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)καρφί ουσ ουδ
 The iron railings were topped with spikes.
 The newspaper editor keeps a spike on his desk to file unused stories.
 Τα σιδερένια κιγκλιδώματα είχαν επάνω τους ακίδες.
 Ο εκδότης της εφημερίδας έχει ένα καρφί πάνω στο γραφείο του για να αρχειοθετεί τα αχρησιμοποίητα ρεπορτάζ.
spike n (numbers, graph: peak)αιχμή ουσ θηλ
  κορυφή ουσ θηλ
  (ανεπίσημο)μύτη ουσ θηλ
 Alice explained that the spike on the graph showed electricity usage just after the end of the televised football match.
 Η Άλις εξήγησε πως η αιχμή στο γράφημα έδειχνε τη χρήση ηλεκτρικού ρεύματος αμέσως μετά το τέλος του ποδοσφαιρικού αγώνα που μεταδόθηκε τηλεοπτικά.
spike vi (peak: numbers, graph)κορυφώνομαι ρ αμ
 Electricity usage spiked just after the match, when the majority of those watching went and put the kettle on.
 Η χρήση ηλεκτρικού κορυφώθηκε αμέσως μετά τον αγώνα όταν η πλειοψηφία όσων τον παρακολουθούσαν πήγαν να ανάψουν την ηλεκτρική τσαγιέρα.
spike [sth] vtr (add alcohol to)ρίχνω αλκοόλ σε κτ, βάζω αλκοόλ σε κτ περίφρ
 Peter got really drunk when some idiot spiked his drink.
 Ο Πήτερ μέθυσε άσχημα όταν κάποιος ηλίθιος του έριξε αλκοόλ στο ποτό του.
spike [sb] vtr (give alcohol or drugs without consent)δίνω κρυφά αλκοόλ σε κπ περίφρ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά)ποτίζω κρυφά ρ μ + πρόθ
 A person found guilty of spiking someone is likely to go to prison.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
spike n (on shoe)καρφί ουσ ουδ
 The athlete's shoes had spikes on the soles to provide better grip.
spike n (sports shoe)spikes ουσ ουδ πλ
  παπούτσια με καρφιά περίφρ
 The athlete wore spikes for better traction.
spike n (botany: type of inflorescence) (φυτολογία)βοτρυοειδές άνθος επίθ + ουσ ουδ
 The gladiolus has tall spikes of brightly coloured flowers.
spike [sth] vtr (hold with spike)καρφώνω ρ μ
 The bookkeeper spiked the bill.
spike [sth] vtr (volleyball)καρφώνω ρ μ
spike [sth] vtr figurative (newspaper story: not run)απορρίπτω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
spike | spiked
ΑγγλικάΕλληνικά
price spike n (sudden severe increase in cost)κατακόρυφη αύξηση τιμής φρ ως ουσ θηλ
 The bad summer weather caused a price spike in tomatoes.
shoe spike n (stud on sports footwear) (παπούτσι)τάπα ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'spiked' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση spiked στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «spiked».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!