WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| sophisticated adj | (person: worldly) | εκλεπτυσμένος μτχ πρκ |
| | (καθομιλουμένη) | σοφιστικέ επίθ άκλ |
| | (ελαφρώς αρνητικό) | κουλτουριάρης επίθ |
| | (αργκό) | ψαγμένος μτχ πρκ |
| | Helen spends her time with a very smart set of people; they're all very sophisticated. |
| | Η Χέλεν περνά το χρόνο της με μια ομάδα πολύ έξυπνων ανθρώπων. Είναι όλοι τους πολύ εκλεπτυσμένοι. |
| sophisticated adj | (intellectually complex) | εξεζητημένος μτχ πρκ |
| | (μεταφορικά) | προχωρημένος επίθ |
| | | σύνθετος, περίπλοκος επίθ |
| | (αργκό) | ψαγμένος μτχ πρκ |
| | The essay seemed too sophisticated for an undergraduate and the professor suspected plagiarism. |
| | Το δοκίμιο φαινόταν υπερβολικά εξεζητημένο για έναν προπτυχιακό φοιτητή και ο καθηγητής υποπτεύθηκε λογοκλοπή. |
| sophisticated adj | (machinery, technology: complex) | εξελιγμένος, προηγμένος μτχ πρκ |
| | (εμφατικός τύπος) | υπερσύγχρονος επίθ |
| | (αργκό) | φευγάτος επίθ |
| | This new computer is a sophisticated piece of equipment. |
| | Αυτός ο νέος υπολογιστής είναι ένα εξελιγμένο μηχάνημα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| sophisticate n | (sophisticated person) | εκλεπτυσμένος μτχ πρκ |
| | Joy was a sophisticate and socialite who was known for her elegant style. |
| sophisticate [sb/sth]⇒ vtr | (make more refined) | κάνω πιο εκλεπτυσμένο περίφρ |
| | | εκλεπτύνω ρ μ |
| | We need to sophisticate the room before we have any visitors. |