shrew

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈʃruː/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ʃru/ ,USA pronunciation: respelling(shro̅o̅)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shrew n (animal: small mammal) (ζώο)μυγαλή ουσ θηλ
 Shrews have destroyed the flowerbeds behind the house.
 Οι μυγαλές έχουν καταστρέψει τα παρτέρια των λουλουδιών πίσω από το σπίτι.
shrew n figurative, pejorative (nagging woman) (μειωτικό)στρίγκλα, μέγαιρα ουσ θηλ
  (μεταφορικά)σκύλα ουσ θηλ
 Gary sits in the pub, complaining what a shrew his wife is.
 Ο Γκάρι κάθεται στην παμπ και παραπονιέται για το πόσο στρίγκλα (or: μέγαιρα) είναι η γυναίκα του.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'shrew' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shrew στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shrew».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!