• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: shrieking, shriek

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shrieking adj (making high-pitched noise)τσιριχτός επίθ
 There was a shrieking bird outside the window.
shrieking n (high-pitched shouting) (καθομιλουμένη)τσιρίδα ουσ θηλ
  στριγκλιά ουσ θηλ
 Nobody could hear the band for all the fans' shrieking.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shriek n (scream)στριγκλιά, τσιρίδα ουσ θηλ
  κραυγή ουσ θηλ
  ουρλιαχτό ουσ ουδ
 Walter let out a shriek when he saw the snake.
 Ο Γουώλτερ έβγαλε μια τσιρίδα όταν είδε το φίδι.
shriek vi (scream)στριγκλίζω, τσιρίζω ρ αμ
  κραυγάζω ρ αμ
  ουρλιάζω ρ αμ
 Molly shrieked when her brother poured cold water down her back.
 Η Μόλυ τσίριξε όταν ο αδελφός της της έριξε κρύο νερό στην πλάτη.
shriek [sth] vtr (scream [sth] out)στριγκλίζω, τσιρίζω ρ μ
  κραυγάζω ρ μ
  ουρλιάζω ρ μ
 "Get out of my room!" Sally shrieked at her sister.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'shrieking' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shrieking στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shrieking».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!