scaled

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(skāld)

From the verb scale: (⇒ conjugate)
scaled is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: scaled, scale

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scaled adj (animal: scaly)φολιδωτός επίθ
  λεπιδωτός επίθ
 The lizard was scaled.
 Η σαύρα είχε λεπιδωτό (or: φολιδωτό) δέρμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scale n US (weighing device)ζυγαριά ουσ θηλ
  (μεγάλα βάρη)πλάστιγγα ουσ θηλ
  (επίσημο)ζυγός ουσ αρσ
 The boxer stepped onto the scale.
 Ο πυγμάχος ανέβηκε στη ζυγαριά.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ανέβασε το αυτοκίνητο στην πλάστιγγα για να το ζυγίσει.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Εάν στους δύο δίσκους τοποθετήσουμε δύο σώματα ίδιου βάρους, ο ζυγός θα ισορροπήσει.
scales,
weighing scales
npl
UK (weighing device)ζυγαριά ουσ θηλ
  (επίσημο, παλαιό)ζυγός ουσ αρσ
 I put the onions on the supermarket scales and weighed them.
scale n (mathematical ratio)κλίμακα ουσ θηλ
 The map is drawn on a 1:1,000 scale.
 Ο χάρτης έχει σχεδιαστεί σε κλίμακα 1:1000.
scale n (system of measurement)κλίμακα ουσ θηλ
 Please rate the class on a scale of one to ten.
 Σε παρακαλώ βαθμολόγησε την τάξη με κλίμακα από το ένα ως το δέκα.
scale n (size, dimension)κλίμακα ουσ θηλ
 The dam project was conceived on a grand scale.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το έργο είναι μεγάλης κλίμακας και θα επηρεάσει όλη τη γύρω περιοχή.
scale n (map: distance line)κλίμακα ουσ θηλ
 The scale was shown at the bottom of the map.
 Η κλίμακα παρουσιαζόταν στο κάτω μέρος του χάρτη.
scale n (music: sequence of notes)κλίμακα ουσ θηλ
  μουσική κλίμακα επίθ + ουσ θηλ
 The pianist played scales to warm up.
 Ο πιανίστας έπαιξε μουσικές κλίμακες για ζέσταμα.
scale n usually plural (fish, snake: skin plaque)λέπι ουσ ουδ
  (επίσημο)φολίδα ουσ θηλ
 Most fish are covered in scales.
 Τα περισσότερα ψάρια είναι καλυμμένα από λέπια.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το συγκεκριμένο είδος βαθύβιου ψαριού καλύπτεται από τριγωνικές φολίδες που φωσφορίζουν.
scale [sth] vtr (climb: fence, mountain)σκαρφαλώνω ρ μ
 The boys scaled the fence.
 Τα παιδιά σκαρφάλωσαν το φράχτη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
scale n often plural (flake of skin)φολίδα ουσ θηλ
  (λόγω πιτυρίδας)νιφάδα ουσ θηλ
 There were scales of dandruff on the shirt.
scale n often plural (flake)νιφάδα ουσ θηλ
  τρίμματα ουσ ουδ πλ
 There were scales of rust on the pipe.
scale n (calcium in kettles, etc.)πουρί ουσ ουδ
 The inside of the pot was covered with a calcium scale.
scale n (build-up on teeth) (στα δόντια)πέτρα ουσ θηλ
 The molars were covered with plaque scale.
scale n (bract)βράκτιο ουσ ουδ
  μικρό φύλλο επίθ + ουσ ουδ
 The scale is often found just below a plant's flower.
scale n (armour: metal plate)φύλλο ουσ ουδ
 The soldier's armour was made up of many small scales of bronze.
scale n (pan of weighing device)ζυγαριά ουσ θηλ
 The jeweller put gold on the scale.
scale n as adj (to a certain scale)υπό κλίμακα φρ ως επίθ
 We looked at scale drawings of the new building.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα σχέδια είναι υπό κλίμακα, αλλιώς δεν θα χωρούσαν στο χαρτί.
the scales npl rare (sign of the zodiac: Libra) (ζώδιο)ζυγός ουσ αρσ
 Jim's astrological sign is the scales.
scale vi (snake: shed skin plaques)αλλάζω δέρμα περίφρ
 The snake is ready to scale.
scale vi (become encrusted)πιάνω πουρί περίφρ
  (επίσημο)παθαίνω καθαλάτωση, υφίσταμαι καθαλάτωση περίφρ
 The taps became scaled.
scale [sth] vtr (adjust dimensions)φτιάχνω σε κλίμακα περίφρ
  φτιάχνω υπό κλίμακα περίφρ
 He scaled the model to one tenth of the final size.
 Έφτιαξε το μοντέλο υπό κλίμακα, έτσι ώστε είχε το ένα δέκατο του τελικού μεγέθους.
scale [sth] vtr (remove scales from: a fish)βγάζω τα λέπια περίφρ
  ξελεπίζω, ξελεπιάζω ρ μ
  (ευρύτερα, καθομιλουμένη)καθαρίζω ρ μ
 The fisherman scaled the fish he caught.
scale [sth] vtr (remove plaque from: teeth)καθαρίζω την πλάκα, αφαιρώ την πλάκα περίφρ
 The dentist scaled the patient's teeth.
scale [sth] vtr (form scale on)επικάθομαι σε κτ ρ αμ + πρόθ
 Calcium scaled the bathtub.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
scale | scaled
ΑγγλικάΕλληνικά
scale back vi phrasal (reduce, downsize)περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω ρ μ
 The company has to scale back in order to continue in business.
scale [sth] down,
scale down [sth]
vtr phrasal sep
(reduce, downsize)περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω ρ μ
scale up [sth],
scale [sth] up
vtr phrasal sep
figurative (increase, upsize)αυξάνω, πολλαπλασιάζω ρ μ
 Now that the business is turning a profit, it is time to scale up operations.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
scaled | scale
ΑγγλικάΕλληνικά
scaled scores npl (test results on standard scale)βαθμός που έχει μετατραπεί σε ορισμένη κλίμακα
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
scaled-down adj (reduced in number)μειωμένος μτχ πρκ
scaled-down adj (reduced in reach)περιορισμένος μτχ πρκ
  που έχει περιοριστεί περίφρ
scaled-down adj (reduced in intensity)μειωμένος μτχ πρκ
  μετριασμένος μτχ πρκ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση scaled στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «scaled».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!