sadness

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈsædnɪs/

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
sadness n (emotion: sorrow)λύπη, θλίψη, στεναχώρια ουσ θηλ
  (μεταφορικά)πίκρα ουσ θηλ
 Erika felt sadness at leaving the flat where she had so many happy memories.
 Η Έρικα ένιωσε θλίψη όταν άφησε το διαμέρισμα στο οποίο είχε χτίσει τόσες πολλές ωραίες αναμνήσεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'sadness' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [deep, extreme, total, complete, utter] sadness, [a look, an expression] of [deep] sadness, plunged into [deep] sadness, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση sadness στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «sadness».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!