rimmed

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/rɪmd/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(rimd)

From the verb rim: (⇒ conjugate)
rimmed is: Click the infinitive to see all available inflections
v past
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: rimmed, rim

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rimmed adj (with a rim)με περίγραμμα περίφρ
  με χείλος περίφρ
  με άκρο περίφρ
  με γείσο περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Η μετάφραση εξαρτάται από τα συμφραζόμενα.
 The man was wearing a rimmed hat.
 Ο άντρας φορούσε ένα καπέλο με γείσο.
rimmed adj with preceding noun (with a type of rim)που έχει κτ στο χείλος του περίφρ
  που έχει κτ γύρω γύρω περίφρ
 Betty's cocktail came in a salt-rimmed glass.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rim n (edge)άκρη ουσ θηλ
  χείλος ουσ ουδ
  άκρο ουσ ουδ
 Mary turned on the taps and sat on the rim of the bath, waiting for it to fill.
 Kevin wiped the sauce off the rim of the plate.
 Η Μέρι άνοιξε τις βρύσες και κάθισε στην άκρη της μπανιέρας περιμένοντας να γεμίσει.
rim n often plural (spectacle frame) (γυαλιών)σκελετός ουσ αρσ
 James is getting some new glasses, as he no longer likes the rims on the ones he's got.
 Ο Τζέιμς θα αγοράσει καινούρια γυαλιά καθώς δεν του αρέσει πια ο σκελετός των γυαλιών που έχει.
rim,
toilet rim
n
(toilet bowl: inside top part) (τουαλέτας)χείλος ουσ ουδ
 You can buy specially shaped bottles of cleaning fluid to squirt under the rim of your toilet.
rim [sth] vtr (form an edge)φτιάχνω το τελείωμα, φτιάχνω την άκρη περίφρ
  (ξεχωριστό υλικό)βάζω τελείωμα περίφρ
 The potter rimmed the vase she was making.
 Η αγγειοπλάστης έφτιαξε το τελείωμα (or: έφτιαξε την άκρη) του βάζου που κατασκεύαζε.
rim [sth] vtr (roll around edge of: a goal) (μπάσκετ)βρίσκω στεφάνη, βρίσκω στεφάνι περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Αναφέρεται στην περίπτωση που η μπάλα βρίσκει την άκρη του στόχου και τελικά βγαίνει εκτός (όχι μόνο στο μπάσκετ).
 The ball rimmed the basket.
 Η μπάλα βρήκε το στεφάνι της μπασκέτας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
rim n (basketball: edge of goal) (μπάσκετ)στεφάνι ουσ ουδ
  στεφάνη ουσ θηλ
 The ball hit the rim and rebounded.
rim n (car wheel: outer edge)ζάντα ουσ θηλ
 Alison levered the tyre off the rim.
rim [sb] vtr vulgar, informal (sex: perform anilingus) (χυδαίο)γλείφω την κωλοτρυπίδα κπ, γλείφω κπ από πίσω περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
rimmed | rim
ΑγγλικάΕλληνικά
gold-rimmed adj (glasses, spectacles)με χρυσό σκελετό περίφρ
horn-rimmed adj (eyeglasses: horn frames)κοκάλινος επίθ
horn-rimmed adj (eyeglasses: plastic frames)κοκάλινος επίθ
horn-rimmed glasses npl (eyewear)γυαλιά με κοκάλινο σκελετό φρ ως ουσ ουδ
  κοκάλινα γυαλιά επίθ + ουσ ουδ πλ
 Patty likes to wear vintage clothes from the 1950s, such as poodle skirts and horn-rimmed glasses.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rimmed στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rimmed».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!